Παράλληλες πορείες που σπάνια τέμνονται φαίνεται πως τραβάνε τους πρώτους μήνες της φετινής εμπορική περιόδου αγοραστές και πωλητές στην αγορά ελαιολάδου, με την ονομαστική τιμολόγηση σε Ισπανία και Ιταλία να σχηματίζει αυτό που στη καθομιλουμένη λέμε «double score».
Από τη μια λοιπόν τα συνήθη έξτρα σε Τάραντα, Μπριντίζι, Φότζια και άλλες ζώνες της Ιταλίας παίζουν από 9,00 έως 9,50 ευρώ το κιλό, ενώ από την άλλη οι συνεταιρισμοί της Ισπανίας «ορθώνουν» υποθετικά ανάστημα στα 4,70 με 5,00 ευρώ το κιλό. Το ενδιαφέρον εδώ δεν είναι τόσο οι τιμές που δίνονται -οι οποίες περισσότερο εγκυκλοπαιδικό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα έχουν για την Ελλάδα τη δεδομένη περίοδο- αλλά η εξωπραγματική απόκλιση της τάξης του 1,5 με 2 ευρώ που παρουσιάζουν οι ελάχιστες με τις μέσες τιμές (όχι τις μέγιστες) τιμές που καταγράφονται στην Ιβηρική χερσόνησο. Αυτό από μόνο του αποτελεί σαφές δείγμα ανισορροπίας (κάποιος θα τολμούσε να πει και χειραγώγησης).
Αξίζει να σημειωθεί πως οι συνεταιρισμοί της Ισπανίας καταδικάζουν μεν τις χαμηλές τιμές που επικρατούν Νοέμβριο και Δεκέμβριο, όμως απ’ την άλλη σηκώνουν τον δικό τους Τίμιο Σταυρό, συνεχίζοντας να καλύπτουν την ζήτηση των βιομηχανιών τυποποίησης με τιμές στο όριο του κόστους, προς υποστήριξη της «ευρυθμίας» στις προμήθειες ελαιολάδου ώστε να κερδηθεί το στοίχημα των 400.000 τόνων ελλείμματος στην κατανάλωση. Στον αντίποδα ωστόσο, ακόμα και σε αυτές τις τιμές παραγωγού των 4,50 – 5,50 ευρώ το κιλό, η βιομηχανία δεν αγοράζει, στη πράξη ουσιαστικά εκβιάζοντας, κάτι που εμμέσως πλην σαφώς αποτυπώνεται στο μηνιαίο ισοζύγιο του Ισπανικού Υπουργείου Γεωργίας, που δημοσιεύτηκε στις 11 Δεκεμβρίου.
Η «μικρή» ζήτηση της βιομηχανίας
Σε καθαρούς αριθμούς, η καταναλωτική ζήτηση για ελαιόλαδο από την τυπική έναρξη της περιόδου εμπορίας 2024/25, βρίσκεται σε αισθητή άνοδο (12% για την Ισπανία το Νοέμβριο) και αυτήν ακριβώς τη ζήτηση καλύπτει η βιομηχανία τυποποίησης με τα πενιχρά αποθέματα της 2023/24 και τα λίγα φρέσκα ελαιόλαδα που αγοράζονται αυτές τις βδομάδες. Στη παρούσα συγκυρία, η βιομηχανία της Ισπανίας αγοράζει ίσα-ίσα, όσα ελαιόλαδα χρειάζεται για να καλύψει μήνα-μήνα τις εκροές (πωλήσεις, δηλαδή την κατανάλωση). Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί προϊόν (αν)ώριμης σκέψης και μπορεί να κρατήσει μέχρι και τον Φεβρουάριο, όταν δηλαδή σταματήσει η παραγωγή ελαιολάδου σε διεθνές επίπεδο, με στόχο να υποχρεώσει τους παραγωγούς να πουλήσουν υπό το βάρος της ανάγκης για έσοδα. Ωστόσο, η παραγωγή κρατάει 4 μήνες και η ζήτηση 12 μήνες το χρόνο. Η πλευρά των αγοραστών γνωρίζει πολύ καλά σε όλη τη Μεσόγειο πως το παιχνίδι έχει ημερομηνία λήξης και αυτή θα είναι εντός του χειμώνα, όμως ποντάρει πολλά στην ψυχολογία των ετεροεπαγγελματιών και όσων δεν διατηρούν αποταμιεύσεις για ώρα «έκτακτης ανάγκης».
Η θέση της Ελλάδας στο ελαιοκομικό στερέωμα
Ο Έλληνας παραγωγός κατακλύζεται αυτή την περίοδο από αβεβαιότητα, ενώ σκέφτεται και τις υποχρεώσεις του από Ιανουάριο του 2025. Οι εποχές έχουν αλλάξει και μεγάλη μερίδα των επαγγελματιών παραγωγών έχουν ψηφιακά και δωρεάν πρόσβαση σε εργαλεία ιχνηλασιμότητας από Ισπανία, Ιταλία ακόμη και Τυνησία, Τουρκία. Απ’ την άλλη όμως και τα εργαλεία αυτά (π.χ. για την Ισπανία: PoolRed, Oleista, Infaoliva και άλλα) προσφέρουν μια στρεβλή εικόνα της αγοράς, ανάλογα με τους όγκους που είναι σε θέση να καταγράψουν. Γι’ αυτό πολλές φορές είναι καλύτερο να λαμβάνεται ένας μέσος όρος από διαφορετικές πηγές, ώστε να γίνεται καλύτερα αντιληπτή η πραγματικότητα και έτσι, να αποφεύγεται ο όποιος πανικός. Στην Ελλάδα τώρα, η αλήθεια είναι ότι απ’ την στιγμή που η πλειοψηφία της ελληνικής σοδειάς καταλήγει σε χέρια Ιταλών, αυτοί που πληρώνουν στην Ελλάδα είναι Έλληνες και Ιταλοί, όχι Ισπανοί. Για την ώρα, οι αγοραστές λοιπόν δείχνουν διατεθειμένοι να πληρώσουν τα 6,00 με 6,50 ευρώ για το λακωνικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και σχεδόν μισό ευρώ κάτω για τις υπόλοιπες ζώνες. Ωστόσο, τις τελευταίες 10 μέρες δεν υπάρχει σοβαρή εμπορική δραστηριότητα και οι τιμές παραγωγού παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις ακόμη και εντός της ίδιας Περιφερειακής Ενότητας. Η συγκομιδή σε ορισμένες περιοχές ολοκληρώνεται ενώ σε άλλες (όπως της Κορινθίας) τώρα μπαίνει σε φουλ ρυθμούς.
Κίνημα «δεν πουλάω» κάτω από 9 ευρώ στην Ιταλία
Πιο ήπια στάση κρατάει η Ιταλική βιομηχανία τυποποίησης, η οποία βρέθηκε 30 Νοεμβρίου με αποθέματα 98.000 τόνους έξτρα παρθένο ελαιόλαδο έναντι 56.000 τον Οκτώβριο και συνολικά 138.000 τόνους «ελαιόλαδα» (158.000 τόνους αν αθροίσει κανείς πυρηνέλαιο και ραφινέ) έναντι 87.000 τόνους τον Οκτώβριο. Οι παραγωγοί κρατούν ιδιαίτερα σκληρή στάση τις τελευταίες βδομάδες και μάλλον θα συνεχίσουν να κρατάνε. Στην πράξη κανείς δεν πουλάει πλέον κάτω από 9 ευρώ το κιλό για το ελάχιστο ιταλικό ελαιόλαδο.
Η Ιταλική βιομηχανία και οι μεσίτες βρίσκονται σε σαφώς πιο δεινή θέση συγκριτικά με τους Ισπανούς ομολόγους τους και από την στιγμή που δεν θέλουν να πληρώσουν τα 9,00 ευρώ των παραγωγών στο έξτρα, θα ψάξουν για εναλλακτικές σε γειτονικές αγορές. Η (φθηνότερη και) κοντινότερη αγορά είναι η ελληνική και σίγουρα θα προκύψουν ευκαιρίες το επόμενο διάστημα για τους καλά οργανωμένους συνεταιρισμούς με όνομα και κορυφαίο προϊόν ώστε να πάρουν τιμές μακριά από τον μέσο όρο της υπόλοιπης χώρας. Στατιστικά, τα αποθέματα στις 30 Νοεμβρίου 2024 ήταν μειωμένα κατά 11,2% σε σχέση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μείωση των αποθεμάτων έξτρα (-10,2%), ελαιολάδου και ραφινέ (-35,4%) και λαμπάντε (18,1%).