Αν υπάρχει παράδεισος, θα είναι κάπως έτσι… σαν την Ελαφόνησο με τις λευκές απέραντες αμμουδιές της και την εκπληκτική φυσική ομορφιά της που μαγεύει τον επισκέπτη. Ωσάν άλλη… Σειρήνα. Μόνο που αυτή η «σειρήνα» τού υπόσχεται βουτιές σε απίστευτα και πεντακάθαρα νερά, σε ένα σκηνικό που δεν έχει να ζηλέψει κάποιον εξωτικό. Η Ελαφόνησος βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου κι έχει έκταση μόλις 19 τετραγωνικά χιλιόμετρα και απόσταση 570 μέτρα από την απέναντι ακτή της Πελοποννήσου. Άγρια τοπία και μικρές αμμουδιές συνθέτουν ένα ξεχωριστό τοπίο που καλεί τους επισκέπτες να το εξερευνήσουν.
Γαλαζοπράσινα νερά και λευκή άμμος είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του νησιού αποτελώντας έναν από τους καλύτερους καλοκαιρινούς προορισμούς. Στο χωριό της Ελαφονήσου θα δει επίσης κανείς μια ήρεμη ατμόσφαιρα και έναν όμορφο παραλιακό δρόμο ενώ γραφικό είναι και το λιμανάκι με τις βάρκες. Φυσικά δυνατό «χαρτί» του νησιού αποτελούν οι παραλίες με πιο γνωστή αυτή του Σίμου, μια εξωτική αμμουδιά με λευκή άμμο και τιρκουάζ νερά. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι θυμίζει Καραϊβική ενώ οι αμμόλοφοι με κέδρους. Σε πολλά σημεία του νησιού μπορεί κανείς να απολαύσει ένα ηλιοβασίλεμα με θέα το πανέμορφο τοπίο και σύμβολα του αρχαίου πολιτισμού. Το σημερινό της όνομα η Ελαφόνησος το οφείλει, σύμφωνα με έρευνες, στην ύπαρξη πλήθους μικρόσωμων ελαφιών κόκκινου χρώματος.
Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΑΦΟΝΗΣΟ
Η Ελαφόνησος αποτέλεσε σημαντικό ορμητήριο ντόπιων και ξένων πειρατών αλλά και κουρσάρων στο πέρασμα των αιώνων. Λόγω της ιδιαίτερης γεωγραφικής της θέσης στους θαλάσσιους δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας αλλά και λόγω των μεγάλων αμμουδερών ακτών της, όπου εύκολα και χωρίς κίνδυνο γιάλοναν τα πλοία και κρατιόντουσαν εκεί.
Τον 16ο και ιδιαίτερα τον 17ο αιώνα, η πειρατεία αποτελεί κανόνα της καθημερινής ζωής. Από το Βόρειο Αιγαίο ως το Μυρτώο και το Λιβυκό πέλαγος τα πειρατικά και κουρσάρικα καράβια παραμονεύουν. Οι απέραντες ελληνικές ακτές με την ιδιαίτερη ακτογραμμή, τους βράχους, τις σπηλιές και τους πάμπολλους αθέατους όρμους είναι ιδανικά κρησφύγετα. Ο περιηγητής Deshayes συμβουλεύει τους ταξιδιώτες για Κωνσταντινούπολη να αποφεύγουν το ταξίδι με πλοίο, διότι οι πειρατές καραδοκούν ανάμεσα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο (Στενό Ελαφονήσου).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον κατά την περίοδο της πειρατείας παρουσιάζει η νήσος Κίμωλος, η οποία έχει κάτι σαν ασυλία από πειρατές και κουρσάρους καθώς φιλοξενεί μόνο περί τις πεντακόσιες γυναίκες και έξι με οκτώ καθολικούς παπάδες για τις ανάγκες των πειρατών του Αιγαίου. Τα ελληνικά κουρσάρικα και πειρατικά είχαν συνήθως στα πληρώματα τους ορθόδοξους παπάδες όπου για τα πειρατικά της Μάνης ήταν απαράβατος κανόνας.
Ο Ιούλιος Βερν το 1883 έως 1888 ακολουθεί θαλάσσιες ρότες με μηχανοκίνητο ιστιοφόρο. Το 1884 γράφει το βιβλίο «Το Αρχιπέλαγος στις φλόγες» (ή «Οι Πειρατές του Αιγαίου») όπου και μας περιγράφει πως στην Μάνη οι μοναχοί ήταν ουσιαστικά βιγλάτορες που καραδοκούσαν να φανεί κάποιο πλοίο και με τεχνάσματα μετά να το οδηγήσουν στα βράχια ή σε κάποιο ύφαλο. Έτσι λοιπόν μπορούσαν οι ντόπιοι να πλιατσικολογήσουν χωρίς κινδύνους. Τέλος αναφέρεται διεξοδικά στην περιοχή της Μάνης του Μαραθιά, Κυθήρων και Αντικυθήρων.
Σ’ όλα τα νησιά του Αρχιπελάγους και στις παράκτιες περιοχές υπήρχαν παρατηρητήρια, βίγλες, απ’ όπου οι βιγλάτορες παρακολουθούσαν μέρα και νύχτα τα καράβια που πλησίαζαν στη στεριά και ειδοποιούσαν τον πληθυσμό μόλις διέκριναν κάποιο πλοίο. Βάρδια 276μ. (από τις βάρδιες του εκάστοτε βιγλάτορα) ονομάζεται η υψηλότερη κορυφή του νησιού της Ελαφονήσου που χρησιμοποιήθηκε ως Βίγλα από τους σημερινούς της κατοίκους τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο όπως και πρότερα από Πειρατές και Κουρσάρους.
Διαβόητος έμεινε σε όλη την Μεσόγειο ο Έλληνας εξωμότης πειρατής και κουρσάρος Μπαρμπαρόσα (Κοκκινογένης). Στην ουσία όμως δεν επρόκειτο για έναν αλλά για δύο αδέρφια, οι οποίοι κατάγονταν από τη Λέσβο και ήταν εγγόνια παπά. Το 16ο αιώνα είχαν καταληστέψει με τα πλοία τους όλα τα παράλια της ανατολικής Μεσογείου και τις Ενετοκρατούμενες Κυκλάδες, σπέρνοντας τον τρόμο σε όλο το Αιγαίο με απίστευτη αγριότητα, δημιουργώντας μέχρι και δικό τους κράτος (Μπαρμπαριά) και κόβοντας δικό τους νόμισμα.
Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου επιδίδονται στην πειρατεία άνθρωποι κάθε εθνικότητας και θρησκεύματος από νησιώτες μέχρι Τυνήσιους, Βενετούς, Σικελούς και Τούρκους. Πειρατές ήταν και οι Μανιάτες. Τη Μάνη την ονόμαζαν Μεγάλο Αλγέρι. Τον 18 αιώνα, η Μάνη ζει από πειρατικές επιδρομές αποκλειστικά. Όταν δεν ταξιδεύουν με τα καράβια τους, ενεδρεύουν περιμένοντας να παρασυρθεί κάποιο καράβι στην ακτή από την κακοκαιρία ή από τα δόλια τεχνάσματα τους.
Αρχές 19ου αιώνα ο αριθμός των ελληνικών πλοίων που επιδίδονται σε πειρατικές επιδρομές αυξάνεται σταθερά εξαιτίας της δυσμενούς τροπής που παίρνει ο Αγώνας. Στις αρχές του 1828 ήταν περί τα 1.500 πλοία και 50.000 ναύτες που ασχολούνται συστηματικά με την πειρατεία και λυμαίνονται το Αιγαίο. Από τον Ελλήσποντο ως τη Ρόδο και τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου οι πειρατές προκαλούν με τη δράση τους πάμπολλα προβλήματα. Αυτός που τελικά κατόρθωσε να ελέγξει την κατάσταση, ήταν ο Καποδίστριας όταν ήρθε τον Ιανουάριο του 1828 στην Ελλάδα, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Η καταστολή της πειρατείας υπήρξε άμεση και εντυπωσιακή. Η πειρατεία εκριζώθηκε με τη σύσταση δύο ελληνικών μοιρών υπό τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Ωστόσο η δολοφονία του Καποδίστρια (1831) και η αναρχία που ακολούθησε, αναζωπύρωσε τη δραστηριότητα των πειρατών, μολονότι η Ελλάδα από το 1830 ήδη άρχισε τον ελεύθερο πολιτικό της βίο, που δεν της εξασφαλίζει όμως και την ανάλογη ευνομία.
Η εμφάνιση πειρατικών πλοίων στην ελληνική θάλασσα διακόπηκε οριστικά το 1850, όταν το Πολεμικό Ναυτικό ανέλαβε την καταδίωξή τους με την παράλληλη δράση και ξένων στόλων καταστρέφοντας οριστικά τα πειρατικά ορμητήρια του Αιγαίου. Από τη χρονιά αυτή ξεκινάει ως ένδειξη ελευθερίας και το άσπρισμα των σπιτιών στα νησιά του Αιγαίου από τους ντόπιους, καθώς δεν υπάρχει πια ο κίνδυνος θέασης των χωριών από τους πειρατές.
Εν κατακλείδι τον 19ο αιώνα, τα κρούσματα και οι πειρατικές επιδρομές γίνονται σπανιότερα και είναι βέβαια ηπιότερης μορφής απ’ ότι σε προγενέστερες εποχές, γεγονός που σχετίζεται με την αρτιότερη κρατική οργάνωση αλλά και με τον εκσυγχρονισμό της ναυτιλίας.
Στα νησιά μας, σε συνάρτηση με το φαινόμενο της πειρατείας, όρμοι με την ονομασία Σαρακίνικο ή Σαρακήνικο έχουν πάρει το όνομα τους από τους πειρατές που ναυλοχούσαν εκεί.
Οι δε οικισμοί στα νησιά μέχρι τότε βρίσκονταν μακριά από την θάλασσα σε αθέατα σημεία και τα σπίτια χτίζονταν το ένα δίπλα στο άλλο σε μορφή κάστρου (συναντάται σε όλο το Αιγαίο). Η Ελαφόνησος την αυτή εποχή δεν κατοικούταν αλλά ήταν ορμητήριο πειρατών καθώς η θέση της βρίσκεται στο πέρασμα των πλοίων από την Ιταλία και Δυτ. Μεσόγειο προς το Αιγαίο και τον Εύξεινο πόντο. Γι αυτό και παρουσιάζει και την σπάνια για το Αιγαίο περίπτωση να μην βρίσκεται η χώρα σε υψηλό μέρος του νησιού αλλά παραθαλάσσια, διότι κατοικήθηκε το 1850 με την εξαφάνιση των πειρατών από τα ελληνικά νερά.