Φέτος την Τρίτη 5 Νοέμβρη 2024 θα διεξαχθούν οι 60ες εκλογές των ΗΠΑ στις οποίες οι άνω των 18 ετών Αμερικανοί πολίτες θα προσέλθουν στις κάλπες για να ψηφίσουν εάν θέλουν για Πρόεδρο τους την Δημοκρατική Κάμαλα Χάρις ή τον Ρεπουμπλικανό Ντόναλντ Τράμπ για τα επόμενο 4 χρόνια, από τις 20 Ιανουαρίου 2024 (ημέρα ανάληψης καθηκόντων) έως τις 20 Ιανουαρίου του 2028.
Κάθε 2 χρόνια γίνονται εκλογές για τους 435 βουλευτές της Βουλής των Αντιπροσώπων (το ένα νομοθετικό σώμα των ΗΠΑ με 2ετή θητεία) και για το 1/3 των συνολικά 100 Γερουσιαστών της Γερουσίας (το δεύτερο νομοθετικό σώμα – 50 πολιτείες από 2 Γερουσιαστές η κάθε μία) οι οποίοι έχουν 6ετή θητεία αλλά κάθε 2 χρόνια γίνονται εκλογές για το ένα τρίτο του συνόλου τους.
Έτσι την ίδια ημέρα 5 Νοεμβρίου οι Αμερικανοί εκτός από Πρόεδρο θα ψηφίσουν και για τους 435 βουλευτές της Βουλής των Αντιπροσώπων και για το 1/3 των 100 Γερουσιαστών, δηλαδή για 34.
Να σημειωθεί ότι η πολυπλοκότητα (σε σχέση με μας) και η πραγματικά μεγάλη διάσπαση της εξουσίας σε πολλά σώματα (Πρόεδρος, Βουλή, Γερουσία) του αμερικανικού πολιτικού συστήματος οφείλεται σε ένα και μόνο λόγο.
Στον φόβο των ιδρυτών του αμερικανικού έθνους των ‘Πατέρων του Έθνους’ (Founding Fathers) Βενιαμίν Φραγκλίνου, Τζορτζ Ουάσιγκτον, Τζέιμς Μάντισον, Τόμας Τζέφερσον, Τζον Ανταμς, Τζον Τζέι και Αλεξάντερ Χάμιλτον, να αποκτήσουν κάποιοι πολιτικοί μεγάλη εξουσία και να εγκαθιδρύσουν κάποιου είδους δικτατορία. Φοβόντουσαν την «τυραννία της πλειοψηφίας» (όπως έλεγαν οι Τζον Άνταμς και Τζέιμς Μάντισον) και που αυτή μπορεί να οδηγήσει.
Έτσι στο φόβο ότι κάποιος πολιτικός ή κάποιο κόμμα θα αποκτήσει τεράστια δύναμη και θα επιβληθεί δικτατορικά στους πολίτες έφτιαξαν ένα πολιτικό σύστημα που να μην μπορεί κανένας να αποκτήσει αυτή τη δύναμη.
Έφτιαξαν ένα Σύνταγμα με τρείς ξεχωριστές δυνατές και αυτόνομες εξουσίες τον Πρόεδρο με την κυβέρνηση, την Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δύσκολη η κυριαρχία και στις τρείς. Και στη περίπτωση που αυτό γίνει να μην διαρκέσει πολύ.
Και γι’ αυτό το λόγο (το φόβο δηλαδή της συγκέντρωσης εξουσίας από ένα πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων) το Σύνταγμα προβλέπει ότι οι υποψήφιοι των κομμάτων που θα συναγωνιστούν για την Προεδρία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχουν την συνεχή στήριξη των οπαδών του κόμματός τους.
Κάθε φορά λοιπόν που θα συμμετέχουν σε προεδρικές εκλογές θα πρέπει πρώτα μέσα από υποχρεωτικές εθνικές εκλογές να έχουν κερδίσει το χρίσμα του κόμματός τους ανταγωνιζόμενοι και νικώντας τους εσωκομματικούς αντιπάλους τους. Όχι όπως στην Ευρώπη όπου ένας αρχηγός κόμματος μπορεί να συμμετέχει σε πρωθυπουργικές ή προεδρικές εκλογές ο ίδιος επί πολλές φορές χωρίς να υποβάλλεται κάθε φορά σε εξοντωτικές υποχρεωτικές εθνικές εσωκομματικές εκλογές.
Για αυτό τον λόγο και στις ΗΠΑ η διάρκεια των εσωκομματικών εκλογών (με πολλούς ανταγωνιστές) και στις 50 Πολιτείες, φθάνει τους 6 μήνες και ακολουθούν άλλοι 3 μήνες ακόμα πιο σκληρών προεδρικών εκλογών. Εάν μάλιστα υπολογίσουμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι υποψήφιοι για το προεδρικό χρίσμα των κομμάτων ανακοινώνουν την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στις εσωκομματικές εκλογές από την άνοιξη του προηγούμενου χρόνου των προεδρικών εκλογών, τότε εύκολα μπορούμε να πούμε ότι η όλη προεκλογική περίοδος στις ΗΠΑ διαρκεί σχεδόν 2 χρόνια !
Όσον αφορά τον Πρόεδρο, το αμερικανικό Σύνταγμα ορίζει ότι αυτός πρέπει να είναι τουλάχιστον 35 ετών, πολίτης των ΗΠΑ και γεννημένος εκεί (εξ ου και οι κατηγορίες κατά Ομπάμα των πολιτικών του αντιπάλων ότι δεν γεννήθηκε σε Αμερικανικό έδαφος) ενώ πρέπει και να διαμένει στις ΗΠΑ τα τελευταία 15 χρόνια πριν την εκλογή του. Η θητεία του Προέδρου είναι τετραετής, και έχει δικαίωμα επανεκλογής μόνο μία φορά, δηλαδή μέγιστη θητεία 8 χρόνια.
Οι προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες διεξάγονται με έμμεση καθολική ψηφοφορία. Και λέμε έμμεση γιατί οι Αμερικανοί πολίτες δεν ψηφίζουν απ’ ευθείας τον Πρόεδρο αλλά τους εκλέκτορες που αυτοί τελικά θα ψηφίσουν τον Πρόεδρο. Έτσι οι αμερικανοί πολίτες θα εκλέξουν το Νοέμβριο μια ομάδα ‘μεγάλων εκλεκτόρων’, οι οποίοι αποτελούν το ‘Κολέγιο των Εκλεκτόρων‘ και οι οποίοι εκλέκτορες θα εκλέξουν με τα σειρά τους τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ.
Άλλη μια πολυπλοκότητα λόγω του φόβου των Πατέρων του Έθνους να συγκεντρώσει κάποιος μεγάλη εξουσία απ’ ευθείας από τον λαό. Ναι μεν ο λαός ψηφίζει, αλλά για να εκλεγεί ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος θα πρέπει οι εκλέκτορες που ψηφίστηκαν από τον κόσμο (για λογαριασμό βέβαια των υποψηφίων) να μαζευτούν και με καθαρό πλέον μυαλό να ψηφίσουν αυτόν που πιστεύουν ότι είναι ο καλύτερος για τη χώρα. Γι αυτό και το Σύνταγμα αφήνει εντελώς ελεύθερους τους εκλέκτορες να ψηφίσουν όποιον υποψήφιο θέλουν, ακόμα και αυτόν του αντίθετου κόμματος και όχι κατ’ ανάγκη τον εκπρόσωπο του κόμματος για τον οποίο και ψηφίστηκαν οι ίδιοι.
Και επειδή γίνονται παράξενα πράγματα και στις καλύτερες οικογένειες, οι Πατέρες του Έθνους φοβούμενοι την περίπτωση χρηματισμού των εκλεκτόρων, έδωσαν μεγάλη εξουσία στα 2 νομοθετικά σώματα, την Βουλή και τη Γερουσία να ελέγχουν τον Πρόεδρο.
Οι προεδρικές εκλογές είναι λοιπόν μια έμμεση διαδικασία κατά την οποία οι πολίτες εκλέγουν τα μέλη του Κολεγίου των Εκλεκτόρων σε κάθε μία από τις 50 πολιτείες συν την Περιοχή της Κολούμπια (την πρωτεύουσα Ουάσιγκτον) που διαθέτει τρεις εκλέκτορες για της προεδρικές εκλογές.
Κάθε πολιτεία ανάλογα με τον πληθυσμό της διαθέτει έναν αριθμό εκλεκτόρων. Ο αριθμός αυτός είναι ίσος με τον αριθμό των Γερουσιαστών και των Βουλευτών της πολιτείας. Η πιο πολυπληθής πολιτεία, η Καλιφόρνια, διαθέτει 55 Εκλέκτορες. Ακολουθούν το Τέξας με 38 και η Φλόριντα με 29. Οι πιο αραιοκατοικημένες πολιτείες έχουν τουλάχιστον τρεις μεγάλους εκλέκτορες όπως οι πιο μικρές πολιτείες Αλάσκα και Ντέλαγουερ.
Επίσης οι πολίτες σε Περιοχές των ΗΠΑ, όπως το Πουέρτο Ρίκο, το Γκουάμ, οι Αμερικανικές Παρθένοι Νήσοι, οι Νήσοι Βόρειες Μαριάνες, Αμερικανική Σαμόα, και οι Αμερικανικές Μικρές Απομονωμένες Νήσοι μπορούν να ψηφίσουν στις προκριματικές εκλογές, αλλά όχι στις προεδρικές εκλογές. Στις προεδρικές εκλογές ψηφίζουν μόνο οι πολιτείες.
Κάθε πολιτεία λοιπόν διαθέτει τόσους εκλέκτορες όσοι είναι οι βουλευτές τους οποίους, κατ’ αναλογία προς τον πληθυσμό της, στέλνει στη Βουλή των Αντιπροσώπων, προσαυξημένοι κατά δύο, που είναι ο ίδιος αριθμός γερουσιαστών για όλες τις πολιτείες.
Αυτό σημαίνει πως η κατανομή των εκλεκτόρων μεταξύ των πολιτειών δεν είναι απόλυτα ανάλογη του πληθυσμού τους, αφού υπεραντιπροσωπεύονται οι μικρότερες πολιτείες, αφού και αυτές έχουν 2 γερουσιαστές όπως και οι μεγάλες πολιτείες.
Ο υποψήφιος Πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να εξασφαλίσει την στήριξη 270 εκλεκτόρων για να αναδειχθεί στο ανώτατο αξίωμα της χώρας. Πρέπει δηλαδή να πάρει την απόλυτη πλειοψηφία στους 538 εκλέκτορες, 269 που είναι το 50% συν 1 εκλέκτορα = 270.
Στις περισσότερες πολιτείες ισχύει το πλειοψηφικό σύστημα «ο νικητής τα παίρνει όλα». Ο υποψήφιος με τις περισσότερες ψήφους την ημέρα των εκλογών κερδίζει όλες τις ψήφους των εκλεκτόρων στην πολιτεία.
Ο υποψήφιος με την πλειοψηφία των εκλεκτόρων από όλες τις πολιτείες – και όχι των ψήφων των πολιτών – εκλέγεται Πρόεδρος. Έτσι, έχει συμβεί αρκετές φορές στην αμερικανική ιστορία, Πρόεδρος να έχει εκλεγεί κάποιος που ήλθε δεύτερος σε ψήφους αλλά κατέκτησε την πλειοψηφία των εκλεκτόρων. Αυτό συνέβη το 2000, με την εκλογή-«θρίλερ» του Τζορτζ Μπους (υιού) αλλά και σε άλλες τρεις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις το 1824,1876 και το 1888.
Στις εκλογές του 2000 με αντιπάλους τον Τζορτζ Μπους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και τον Αλ Γκορ του Δημοκρατικού, το αρχικό τελικό αποτέλεσμα στην πολιτεία της Φλόριντα ήταν υπέρ του Γκορ αλλά λίγο αργότερα έγινε υπέρ του Μπους. Ζητήθηκε επανακαταμέτρηση όπου το Ανώτατο Δικαστήριο της Φλόριντα συναίνεσε και ενώ η ανακαταμέτρηση συνεχίζονταν, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο την απαγόρευσε δίνοντας ουσιαστικά την νίκη στον Μπους. Σε όλη την χώρα ο Τζορτζ Μπους πήρε λιγότερες ψήφους πολιτών (50,456,002 – 47,9%) και ο Αλ Γκορ περισσότερες (50,999,897 – 48,4%). Όμως λόγω του πλειοψηφικού εκλεκτορικού συστήματος (βοηθούσης και της Φλόριντα) ο Μπους κέρδισε την προεδρία με 271 εκλέκτορες έναντι 266 του Γκορ. Ήταν η πιο οριακή νίκη στις αμερικανικές Προεδρικές εκλογές από το 1876.
Αυτό συμβαίνει γιατί στις περισσότερες πολιτείες (με εξαίρεση όσες εφαρμόζουν αναλογική σύστημα), ο υποψήφιος που θα καταφέρει να κερδίσει ακόμα και με μια ψήφο διαφορά κερδίζει όλους τους εκλέκτορες λόγω του έντονα πλειοψηφικού συστήματος.
Αυτός ο πλειοψηφικός χαρακτήρας του αμερικανικού εκλογικού συστήματος έχει ως συνέπεια οι υποψήφιοι Πρόεδροι να επικεντρώνουν την προσοχή τους στις πολιτείες εκείνες όπου η υπεροχή κάποιου δεν είναι καταφανής, αλλά αντίθετα προβλέπεται οριακό αποτέλεσμα.
Όταν κανένας υποψήφιος στις εκλογές δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία του εκλεκτορικού σώματος, ο Πρόεδρος επιλέγεται τελικά από την Βουλή των Αντιπροσώπων μεταξύ των τριών υποψηφίων που προηγούνται σε αριθμό εκλεκτόρων.
Σε περίπτωση ισοψηφίας, η νέα Βουλή των Αντιπροσώπων που θα εκλεγεί την ίδια ημέρα με τις προεδρικές, θα επιλέξει τον μελλοντικό Πρόεδρο – κάτι που συνέβη το 1800 και το 1824. Η Γερουσία σε αυτήν την περίπτωση εκλέγει τον Αντιπρόεδρο.
Η Δωδέκατη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος ορίζει ότι κάθε εκλέκτορας έχει μία ψήφο για Πρόεδρο και μία για Αντιπρόεδρο. Επίσης καθορίζει τον τρόπο που εκλέγονται ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος.
Οι εκλέκτορες, όπως είπαμε και παραπάνω, είναι θεωρητικά ελεύθεροι να ψηφίσουν υπέρ οποιουδήποτε έχει δικαίωμα να εκλεγεί Πρόεδρος, αλλά στην πράξη είναι από πριν γνωστό ποιον σκοπεύει ο καθένας να υποστηρίξει. Τίποτε δεν υποχρεώνει τους εκλέκτορες να σεβαστούν την ψήφο του αμερικανικού λαού και θα μπορούσαν να ψηφίσουν υπέρ υποψηφίου άλλου από αυτόν με τη σημαία του οποίου εξελέγησαν. Όμως στα 220 χρόνια λειτουργίας του συστήματος αυτού 9 μόνο απέκλιναν με την ψήφο τους από τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις.
Περισσότερες από 700 προτάσεις για τροπολογίες που αλλάζουν ή καταργούν το Κολέγιο των Εκλεκτόρων και τάσσονται υπέρ του συστήματος άμεσης καθολικής ψηφοφορίας έχουν υποβληθεί στο Κογκρέσο τα τελευταία 200 χρόνια. Όλες απορρίφθηκαν.
Γιατί όμως οι εκλογές γίνονται πάντα Τρίτη;
Είναι μια παράδοση από το 1845. Οι προεδρικές εκλογές γίνονται πάντα «την Τρίτη μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου». Ο λόγος είναι η δυσκολία που υπήρχε παλαιά στις μετακινήσεις. Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι ΗΠΑ ήταν κυρίως έθνος αγροτών. Το Σάββατο ήταν εργάσιμη ημέρα στο αγρόκτημα, την Κυριακή ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία οπότε ούτε λόγος για μετακίνηση και η Τετάρτη ήταν ημέρα της εμποροπανήγυρης. Διάλεξαν λοιπόν την Τρίτη, ώστε να υπάρχει χρόνος (από τη Δευτέρα) για να ταξιδέψουν οι ψηφοφόροι μέχρι τα απομακρυσμένα εκλογικά τμήματα.
Από τώρα λοιπόν και μέχρι τον ερχόμενο Νοέμβριο οι ΗΠΑ θα ζήσουν μια έντονη προεκλογική περίοδο και οι υποψήφιοι Κλίντον και Τραμπ μια εξαντλητική προεκλογική εκστρατεία.
Θα διασχίσουν τεράστιες αποστάσεις, θα πραγματοποιήσουν εκατοντάδες μικρές και μεγάλες συγκεντρώσεις, θα μιλήσουν σε αναρίθμητα δείπνα, πολιτικές εκδηλώσεις και εκδηλώσεις για τη συγκέντρωση χρημάτων.
Τα έξοδα ιδίως για τηλεοπτικές διαφημίσεις είναι τεράστια. Το κόστος της προεκλογικής εκστρατείας για την προεδρία μπορεί να πλησιάσει ακόμα και να ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια δολάρια.
Σημαντικό κομμάτι της προεκλογικής εκστρατείας είναι οι τηλεοπτικές μονομαχίες των υποψηφίων, τα ‘debates’. Το 1984 ο πρόεδρος Ρίγκαν τα πήγε άθλια στο debate και παρ’ όλα αυτά κέρδισε τις εκλογές με σχεδόν 60%. Αντίθετα το 1988 ο Ελληνοαμερικανός Μάικ Δουκάκης θεωρείται πως αυτοκτόνησε πολιτικά όταν σε ερώτηση για το πως θα αντιδρούσε αν βίαζαν τη γυναίκα του απάντησε μάλλον ψυχρά, χωρίς συναίσθημα, χάνοντας έτσι πολλούς ψηφοφόρους.
Ενόψει των προεδρικών εκλογών της 8ης Νοεμβρίου του 2016, έγιναν ήδη δύο τηλεοπτικές μονομαχίες μεταξύ της Δημοκρατικής Κλίντον και του Ρεπουμπλικανού Τράμπ στις 26 Σεπτεμβρίου και στις 9 Οκτωβρίου και θα γίνει και μία ακόμα στις 19 Οκτωβρίου, ενώ διεξήχθη και ένα debate μεταξύ των αντιπροέδρων Κέιν και Πενς στις 4 Οκτωβρίου.
Και για να ολοκληρωθεί η πολιτική εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών καθώς προχωράμε προς τις εκλογές καλό είναι να γνωρίζουμε εάν ο Κυβερνήτης κάθε πολιτείας είναι του Δημοκρατικού ή του Ρεπουμπλικανικού κόματος. Μη ξεχνάμε ότι ο αντιπρόεδρος του Τράμπ Μάικ Πενς ήταν κυβερνήτης της Ιντιάνα και ο αντιπρόεδρος της Κλίντον Τιμ Κέιν είναι πρώην κυβερνήτης της Βιρτζίνια.