Ο Γαργαλιανιώτης ερευνητής και Special One του Εγκληματολογικού Παναγιώτης Βαρβατσούλης, παραχώρησε συνέντευξη στο αστυνομική ειδησιογραφική ιστοσελίδα bloko.gr για το έργο του και τη συνεισφορά του στον δικαστικό και δικηγορικό κλάδο.
Δείτε τι αναφέρει το δημοσίευμα
Ο Παναγιώτης Βαρβατσούλης: Μια πολυδιάστατη προσωπικότητα
Ο κ. Βαρβατσούλης διαθέτει εντυπωσιακό βιογραφικό: Παράλληλα με τις Πανεπιστημιακές του σπουδές στη Δημόσια Διοίκηση, είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών Ψυχολογίας από το University of East London, μέλος του Βρετανικού Συλλόγου Ψυχολόγων, μόνιμο-τακτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας και διατηρεί ιδιωτικό γραφείο Συμβουλευτικής Ψυχολογίας/Εγκληματολογίας με την διακριτική επωνυμία «Cpsychology 360o & Forensic Sciences» στην Κηφισιά. Ύστερα από 23 χρόνια υπηρέτησης στην Ελληνική Αστυνομία, εκ των οποίων τα περισσότερα στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, απέκτησε τις ανώτερες πιστοποιήσεις εξειδίκευσης στην Διερεύνηση Σκηνής Εγκλήματος-Δακτυλοσκοπίας-AFIS fingerprint & DNA expert και μάλιστα είναι αυτός που βρίσκεται πίσω από τις εξιχνιάσεις των μεγαλύτερων εγκλημάτων που συγκλόνισαν τη χώρα. Είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων, μουσικός, αλλά και Ανώτερος Διευθυντής Προστασίας Περιεχομένου Εταιρείας Τηλεπικοινωνιών/Δικτύων & Media. Είναι Δικαστικός Πραγματογνώμονας Εγκληματολογίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, με ειδίκευση στην Εφαρμοσμένη Εγκληματολογία, διερεύνηση σκηνής εγκλήματος, Εγκληματολογικής Ψυχολογίας και Πραγματογνώμονας Δακτυλικών Αποτυπωμάτων. Είναι αναπληρωτής καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία στο πεδίο Επιστημονικής Αστυνομίας σε θέματα Εξερευνήσεων Σκηνών Εγκλημάτων και συνεργάτης καθηγητής Εγκληματολογικής και Δικαστικής Ψυχολογίας στη Σχολή Ψυχολογίας του Μητροπολητικού Κολλεγίου. Στα πλαίσια της επιμόρφωσής του πιστοποιήθηκε με τα ανώτατα επίπεδα πιστοποίησης σε περισσότερες από διακόσιες -200- εξειδικεύσεις εφαρμοσμένης εγκληματολογίας, με επίκεντρο τον άνθρωπο, την αποκλίνουσα συμπεριφορά του και την ανάπτυξη κατάλληλων επιστημονικών εργαλείων για πρόληψη, επίλυση και διατήρηση ισορροπίας και ευζωίας. Μεταξύ αυτών στην «Εγκληματολογική Ψυχολογία» από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην «Δικαστική Ανθρωπολογία» από την Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, «Research & Innovation» του GALGOTIAS University και «Social media and engagement with law enforcement» από την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία (CEPOL). Σε επιστημονικό ερευνητικό πεδίο, η διατριβή του, εστίασε στην επίδραση συναισθημάτων στην ανάκληση μνήμης και γνωστική προκατάληψη στις μαρτυρικές καταθέσεις που θα εστιάσουμε περισσότερο και στο παρόν θέμα.
Συνέντευξη με τον ερευνητή
Δ: Κύριε Βαρβατσούλη, δεν μπορώ να μην σας ρωτήσω αρχικά πως νιώθετε μετά την στροφή που κάνατε πριν από ένα χρόνο περίπου, αφήνοντας πίσω την πρώτη γραμμή εξιχνίασης εγκλημάτων;
Π.Β.: Η αλήθεια είναι ότι η απόφαση να κάνω αυτή τη στροφή δεν ήταν εύκολη. Μετά από 23 χρόνια στην πρώτη γραμμή, ζώντας καθημερινά την ένταση της εξιχνίασης εγκλημάτων, ήρθε η στιγμή που αισθάνθηκα την ανάγκη να επαναπροσδιορίσω την πορεία μου και τις επιθυμίες μου. Ήθελα να επικεντρωθώ περισσότερο στον άνθρωπο, στην κατανόηση της συμπεριφοράς και στην προσφορά μου μέσα από μια διαφορετική οπτική. Αφήνοντας πίσω την ενεργή δράση, νιώθω ευγνωμοσύνη για τις εμπειρίες που αποκόμισα και την ευκαιρία που είχα να συμβάλλω στην απονομή δικαιοσύνης. Ωστόσο, μέσα από την έρευνα και την Ψυχολογία και την ακαδημαϊκή ζωή, ανακάλυψα μια νέα, εξίσου δυναμική πλευρά της προσφοράς. Τώρα, νιώθω ότι μπορώ να επηρεάσω θετικά την πρόληψη, την κατανόηση και την εκπαίδευση, χτίζοντας μια γέφυρα ανάμεσα στην επιστήμη και την πράξη. Είναι σαν να πέρασα από το να δίνω άμεσες λύσεις στην αντιμετώπιση του εγκλήματος στο να εστιάζω στο “γιατί” πίσω από τη συμπεριφορά και στο πώς μπορούμε να κάνουμε το σύστημα πιο δίκαιο και ανθρώπινο. Αυτό μου δίνει μια βαθιά αίσθηση ικανοποίησης και ανανέωσης.
Δ: Τελικά υπάρχει το τέλειο έγκλημα;
Π.Β.: Το ερώτημα για το “τέλειο έγκλημα” είναι κάτι που απασχολεί την κοινωνία και τους ειδικούς εδώ και αιώνες. Η απάντηση μου είναι πως το τέλειο έγκλημα υπάρχει μόνο στη σφαίρα της θεωρίας. Κάθε έγκλημα, όσο καλά κι αν έχει σχεδιαστεί, αφήνει ίχνη – υλικά, ψυχολογικά ή κοινωνικά. Το ζητούμενο είναι αν τα εργαλεία, οι μέθοδοι και οι ανθρώπινες δυνατότητες μπορούν να ανακαλύψουν αυτά τα ίχνη. Η πρόοδος της τεχνολογίας και της επιστήμης, όπως η ανάλυση DNA, τα ψηφιακά ίχνη, η τεχνητή νοημοσύνη και οι τεχνικές εγκληματολογικής ψυχολογίας και της ανακριτικής, έχουν μειώσει δραματικά την πιθανότητα να μένει ένα έγκλημα ανεξιχνίαστο. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο ανθρώπινος παράγοντας, λάθη, παραλείψεις ή ακόμα και η έλλειψη πόρων, αφήνει περιθώριο για να μείνει ένα έγκλημα ατιμώρητο. Αυτό που με διδάσκει η εμπειρία μου είναι ότι το “τέλειο έγκλημα” δεν είναι ζήτημα ανυπαρξίας στοιχείων, αλλά μάλλον μια υπενθύμιση της ανάγκης μας για συνεχή βελτίωση, τόσο στην επιστήμη όσο και στην ανθρώπινη κρίση. Αντί να ψάχνουμε το “τέλειο έγκλημα,” ίσως πρέπει να εστιάζουμε στη δημιουργία ενός “τέλειου” συστήματος δικαιοσύνης, που θα είναι αλάνθαστο και θα επιδιώκει πάντα την αλήθεια.
Δ: Ποιο ήταν το κίνητρο για την εκπόνηση της συγκεκριμένης έρευνας για την ψυχολογία των μαρτύρων;
Π.Β.: Το κίνητρο μου ήταν η πολυετής εμπειρία μου στη διερεύνηση εγκλημάτων. Είχα παρατηρήσει επανειλημμένα πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι η μνήμη ενός μάρτυρα, ειδικά όταν βιώνει έντονα συναισθήματα ή όταν οι ερωτήσεις διατυπώνονται με προκατειλημμένο τρόπο. Ήθελα να συμβάλλω επιστημονικά στο να αναδείξουμε την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης μνήμης και να προτείνουμε τρόπους βελτίωσης της δικαστικής διαδικασίας.
Δ: Ποια ήταν τα βασικά ευρήματα της έρευνάς σας;
Π.B.: Η έρευνα έδειξε ότι τα αρνητικά συναισθήματα επηρεάζουν σημαντικά τη μνήμη, οδηγώντας σε γνωστικές προκαταλήψεις. Επιπλέον, ακόμα και μικρές αλλαγές στη γλωσσική διατύπωση των ερωτήσεων μπορούν να μεταβάλουν τις απαντήσεις. Αυτό είναι κρίσιμο στο πλαίσιο της δικαιοσύνης, καθώς η ακριβής ανάκληση μνήμης μπορεί να καθορίσει την έκβαση μιας υπόθεσης. Η μελέτη περιλάμβανε 200 συμμετέχοντες, άνδρες και γυναίκες, ηλικίας 18-50 ετών. Οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν δύο διαφορετικά βίντεο, τα οποία συνοδεύονταν είτε από αρνητική συναισθηματική περιγραφή είτε από ουδέτερη περιγραφή. Επιπλέον, τα ερωτήματα διαφοροποιήθηκαν με μικρές αλλαγές στις λέξεις, όπως “πού πέταξε;” ή “πέταξε κάπου;”. Τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις απαντήσεις. Η αρνητική συναισθηματική περιγραφή αύξησε τις πιθανότητες γνωστικής προκατάληψης, ενώ οι μικρές γλωσσικές αλλαγές επηρέασαν την ακρίβεια των απαντήσεων. Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της προσεκτικής γλωσσικής διατύπωσης και της συναισθηματικής διαχείρισης κατά την εξέταση μαρτύρων. Ακόμα και η ένταση του θορύβου φάνηκε ότι επηρέασε τους συμμετέχοντες. Για παράδειγμα ενώ 100 άτομα είδαν ακριβώς το ίδιο βίντεο, στις καταθέσεις τους απάντησαν με διαφορετικό τρόπο.
Δ: Πώς μπορούν αυτά τα ευρήματα να εφαρμοστούν στην πράξη;
Π.B.: Οι δικηγόροι, οι δικαστές, και οι αστυνομικοί μπορούν να επωφεληθούν από τη χρήση ερωτήσεων ουδέτερης διατύπωσης και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που περιορίζει τα αρνητικά συναισθήματα κατά την κατάθεση. Επιπλέον, η εκπαίδευση των επαγγελματιών της δικαιοσύνης στις ψυχολογικές παραμέτρους της μνήμης μπορεί να αποτρέψει εσφαλμένες καταθέσεις. Αναδύεται βέβαια και μια ισχυρή υπενθύμιση ότι η ανθρώπινη μνήμη είναι ευάλωτη, αλλά και ότι η κατανόηση αυτών των ευαλωτοτήτων μπορεί να ενισχύσει τη δικαιοσύνη. Με τη δύναμη της επιστήμης, οι νομικοί επαγγελματίες μπορούν να προσαρμόσουν τις πρακτικές τους ώστε να αποφεύγουν παγίδες και προκαταλήψεις που οδηγούν σε εσφαλμένες ερμηνείες.
Δ: Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο κατά τη διάρκεια της έρευνας;
Π.Β.: Το πόσο λεπτές αλλαγές μπορούν να επηρεάσουν την αντίληψη. Για παράδειγμα, μια μικρή αλλαγή στη διατύπωση μιας ερώτησης μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς διαφορετική απάντηση. Αυτό αναδεικνύει πόσο σημαντική είναι η γλώσσα ως εργαλείο.
Δ: Η έρευνά σας εστιάζει στη διαφοροποίηση της ανάκλησης μνήμης ανάμεσα στα δύο φύλα. Ποια ήταν τα ευρήματα σε αυτόν τον τομέα;
Π.B.: Βρήκαμε ότι υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, κυρίως στην ακρίβεια της ανάκλησης μνήμης υπό συναισθηματική πίεση. Οι γυναίκες έδειξαν μεγαλύτερη ευαισθησία σε αρνητικά συναισθηματικά ερεθίσματα, γεγονός που επηρέασε την ανάκληση λεπτομερειών. Αντίθετα, οι άνδρες τείνουν να επηρεάζονται λιγότερο από τη συναισθηματική φύση της πληροφορίας, αλλά εμφάνισαν περισσότερη δυσκολία στην παρατήρηση μικρών λεπτομερειών. Αυτό μπορεί να συνδέεται με κοινωνικούς και βιολογικούς παράγοντες, που αξίζει να διερευνηθούν περαιτέρω.
Δ: Πώς αντιδρούν τα δικαστικά συστήματα στην αβεβαιότητα της μνήμης; Υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης;
Π.B.: Τα περισσότερα δικαστικά συστήματα βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις μαρτυρίες, αλλά συχνά δεν αναγνωρίζουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης μνήμης. Υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, κυρίως μέσω της εκπαίδευσης των επαγγελματιών του δικαίου στην ψυχολογία της μνήμης. Ένα ακόμα βήμα είναι η ενσωμάτωση πιο αντικειμενικών εργαλείων, όπως η ανάλυση βίντεο ή η χρήση επιστημονικών τεχνικών για την επαλήθευση των καταθέσεων.
Δ: Στο πλαίσιο της έρευνας, εξετάσατε και τον ρόλο της παρατηρητικότητας. Τι διαπιστώσατε;
Π.B.: Η παρατηρητικότητα είναι ένα βασικό στοιχείο που επηρεάζει την ακρίβεια της μνήμης. Διαπιστώσαμε ότι οι συμμετέχοντες που ήταν πιο παρατηρητικοί μπόρεσαν να δώσουν πιο αξιόπιστες απαντήσεις, ανεξάρτητα από τη συναισθηματική φόρτιση. Επομένως, η εκπαίδευση των μαρτύρων, όταν αυτό είναι εφικτό, στη λεπτομερή παρατήρηση μπορεί να βελτιώσει τη συνολική αξιοπιστία της μαρτυρίας τους.
Δ.: Πώς μπορεί η γλώσσα να επηρεάσει την ερμηνεία των ερωτήσεων από έναν μάρτυρα;
Π. Β.: Η γλώσσα είναι ένα πολύ ισχυρό εργαλείο. Η χρήση λέξεων που υπονοούν κάτι ή που είναι συναισθηματικά φορτισμένες μπορεί να προκαλέσει γνωστικές προκαταλήψεις. Για παράδειγμα, η ερώτηση “πού πέταξε αυτός το όπλο;” υπονοεί ότι υπήρχε όπλο και όντως το πέταξε, ακόμα κι αν ο μάρτυρας δεν είδε κάτι τέτοιο. Αυτές οι μικρές, φαινομενικά αθώες αλλαγές, μπορούν να επηρεάσουν την απάντηση και να αλλοιώσουν την αλήθεια.
Δ: Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια για την επέκταση της έρευνας σας;
Π.B.: Φυσικά. Σκοπεύω να εστιάσω περαιτέρω στη σχέση μεταξύ συναισθημάτων και παρατηρητικότητας, εξετάζοντας περισσότερους παράγοντες, όπως οι πολιτισμικές διαφορές και η επίδραση της εκπαίδευσης στη μνήμη. Παράλληλα, εξετάζω τη δημιουργία εκπαιδευτικών προγραμμάτων για επαγγελματίες του δικαίου, ώστε να ενσωματώσουν τα ευρήματα της έρευνάς μου στην πράξη.
Δ: Τι σας εμπνέει να συνεχίζετε την ενασχόλησή σας με την εγκληματολογία και τη δικαστική ψυχολογία;
Π. Β.: Με εμπνέει η δυνατότητα να συνδυάζω την επιστημονική γνώση με την πρακτική εφαρμογή, προσφέροντας ουσιαστική βοήθεια στην απονομή δικαιοσύνης. Είναι συναρπαστικό να βλέπω πώς η ψυχολογία μπορεί να φέρει στο φως αλήθειες που διαφορετικά θα μπορούσαν να χαθούν μέσα στη σύγχυση της ανθρώπινης μνήμης. Αυτό που με εμπνέει όμως περισσότερο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Η Ψυχολογία, η εφαρμοσμένη εγκληματολογία και ειδικότερα η δικαστική και εγκληματολογική ψυχολογία δεν αφορούν μόνο το «τι συνέβη», αλλά κυρίως το «γιατί συνέβη» και «πως συνέβη». Είναι επιστήμες που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς και να αναζητήσουμε λύσεις για την πρόληψη, την αποκατάσταση και τελικά την ισορροπία στην κοινωνία. Με εμπνέει η πρόκληση να συνδυάζω την ακαδημαϊκή γνώση με την πρακτική εφαρμογή. Κάθε υπόθεση, κάθε έρευνα, κάθε άνθρωπος που συναντώ, μου θυμίζει ότι πίσω από κάθε έγκλημα ή απόκλιση υπάρχει μια ιστορία, ένας λόγος, και μια ευκαιρία να μάθουμε κάτι νέο. Επιπλέον, η σκέψη ότι μπορώ, έστω και λίγο, να συμβάλλω στην απονομή δικαιοσύνης ή να βοηθήσω έναν άνθρωπο να επανέλθει στον σωστό δρόμο είναι βαθιά ικανοποιητική. Τέλος, με εμπνέει το γεγονός ότι αυτή η ενασχόληση δεν έχει τέλος αφού πάντα υπάρχει κάτι καινούργιο να μάθουμε, μια νέα μέθοδος να αναπτύξουμε, μια νέα προσέγγιση που μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα. Η εγκληματολογία και η δικαστική ψυχολογία δεν είναι μόνο επαγγέλματα για μένα, είναι τρόποι να κατανοήσω καλύτερα τον κόσμο και να αφήσω ένα θετικό αποτύπωμα.
Δ: Γνωρίζουμε ότι τα αποτελέσματα της έρευνάς σας παρουσιάστηκαν στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχιατροδικαστικής πριν κάποιους μήνες, αλλά ακόμα συζητιέται. Πώς υποδέχτηκε η επιστημονική κοινότητα τα ευρήματά σας;
Π. Β.: Η υποδοχή ήταν ιδιαίτερα θετική και ενθαρρυντική. Οι συνάδελφοι αναγνώρισαν τη σημασία των ευρημάτων, ειδικά σε σχέση με την πρακτική εφαρμογή τους στη δικαστική διαδικασία. Πολλοί εξέφρασαν ενδιαφέρον για την περαιτέρω ανάλυση των διαφορών ανάμεσα στα δύο φύλα και τη χρήση των ευρημάτων στην κατάρτιση δικαστικών επαγγελματιών. Το συνέδριο αποτέλεσε μια εξαιρετική πλατφόρμα ανταλλαγής ιδεών και προτάσεων για τη μελλοντική κατεύθυνση της έρευνάς μου.
Δ: Υπήρχαν ερωτήματα ή σχόλια που σας εντυπωσίασαν κατά την παρουσίαση σας στο συνέδριο;
Π. Β.: Ναι, ιδιαίτερα η συζήτηση σχετικά με τη χρήση τεχνολογιών, όπως η ανάλυση βίντεο και τα εργαλεία AI, για την επαλήθευση των μαρτυρικών καταθέσεων. Ένας συμμετέχων πρότεινε τη δημιουργία ενός ψηφιακού εργαλείου που θα αναλύει τις λέξεις-κλειδιά στις καταθέσεις, ώστε να εντοπίζει πιθανά σημεία γνωστικής προκατάληψης. Αυτό το σχόλιο με έκανε να σκεφτώ νέες δυνατότητες για την πρακτική εφαρμογή της έρευνας και ίσως αποτελέσει τη βάση για ένα νέο ερευνητικό εγχείρημα. Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων σε αυτό το Συνέδριο Ψυχιατροδικαστικής ανέδειξε την επίδραση της έρευνας, ενισχύοντας τη σύνδεση της ψυχολογίας με τις ανάγκες της σύγχρονης δικαστικής διαδικασίας. Τα σχόλια και οι ιδέες που προέκυψαν επιβεβαιώνουν την αξία της έρευνας και ανοίγουν τον δρόμο για περαιτέρω καινοτομία.
Δ: Γνωρίζουμε ότι τμήματα της έρευνάς σας τα παρουσιάσατε ακόμα και στο μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο της Ινδίας. Πως έφτασε εκεί;
Π. Β.: Ναι, η συμμετοχή μου στο Galgotias University της Ινδίας προέκυψε ως μέρος της διεθνούς συνεργασίας για την προώθηση της κατανόησης κρίσιμων ζητημάτων που αφορούν την εγκληματολογία και τη δικαιοσύνη. Η έρευνά μου για την αξιοπιστία των μαρτυρικών καταθέσεων, που συνδυάζει την ψυχολογία με τη γλωσσολογία, τράβηξε μέσω διαδικτύου το ενδιαφέρον του πανεπιστημίου, ειδικά σε θέματα που σχετίζονται με την αστυνόμευση και τη διεθνή συνεργασία για την παγκόσμια ειρήνη. Ήταν τιμή μου να μοιραστώ τη δουλειά μου σε ένα τόσο σημαντικό φόρουμ, όπου μπορέσαμε να συζητήσουμε πώς η διεπιστημονική έρευνα μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των δικαστικών πρακτικών και της κοινωνικής σταθερότητας σε διεθνές επίπεδο.
Δ: Δεν μπορώ να μην σας ρωτήσω τελειώνοντας αν έχετε να σχολιάσετε κάτι για τα εγκλήματα και τις υποθέσεις που ταλανίζουν την Ελλάδα τους τελευταίους μήνες με την βία ανηλίκων, αλλά και τους θανάτους μικρών παιδιών.
Π. Β.: Τα πρόσφατα εγκλήματα και οι υποθέσεις που περιλαμβάνουν βία ανηλίκων και έρευνα για τους θανάτους μικρών παιδιών είναι τραγικά φαινόμενα που μας σοκάρουν όλους βαθιά. Πέρα από τη θλίψη και την οργή που προκαλούν, μας καλούν να δούμε τις αιτίες και να εργαστούμε συλλογικά για την πρόληψη τέτοιων καταστάσεων στο μέλλον. Ωστόσο, θα ήθελα να τονίσω κάτι πολύ σημαντικό. Η δημοσιοποίηση στοιχείων, μαρτυριών ή εικασιών σε υποθέσεις που βρίσκονται υπό διερεύνηση μπορεί να προκαλέσει σοβαρές συνέπειες. Πρώτον, παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας, που είναι θεμελιώδης αρχή κάθε δίκαιης κοινωνίας. Κανείς δεν πρέπει να “καταδικάζεται” στα μάτια της κοινής γνώμης πριν αποφανθούν οι αρμόδιες αρχές. Δεύτερον, υπάρχει η μυστικότητα της προανάκρισης, η οποία εξυπηρετεί την ορθή διερεύνηση της υπόθεσης και την προστασία όλων των εμπλεκόμενων. Όταν κρίσιμες πληροφορίες γίνονται δημόσιες, μπορεί να επηρεαστεί η πορεία της έρευνας, να αλλοιωθούν μαρτυρίες ή να δημιουργηθούν άδικες εντυπώσεις. Τέτοιες υποθέσεις απαιτούν ψυχραιμία, σεβασμό προς τα θύματα και τους συγγενείς τους, και εμπιστοσύνη στους ειδικούς που τις διαχειρίζονται. Ως κοινωνία, οφείλουμε να διατηρούμε την ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη για ενημέρωση και την προστασία της δικαιοσύνης. Ας αφήσουμε τις αρχές να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς παρεμβάσεις, διασφαλίζοντας πως η αλήθεια θα αποκαλυφθεί με τον σωστό τρόπο, χωρίς θόρυβο ή παραπληροφόρηση.
Δ: Γνωρίζω ότι έχετε εκπαιδεύσει σχεδόν όλους τους Έλληνες investigators, σε όλες τις εγκληματολογικές υπηρεσίες της χώρας, αλλά και στην Αστυνομική Ακαδημία και όλοι έχουν να λένε για την ποιότητα των εκπαιδεύσεων. Πιστεύετε ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης στις εγκληματολογικές υπηρεσίες και γενικότερα στις έρευνες εγκλημάτων που επηρεάζουν σημαντικά την κοινωνική συνοχή;
Π. Β.: Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια, αλλά θεωρώ ότι η επιτυχία στον χώρο μας δεν είναι ποτέ αποτέλεσμα ατομικής προσπάθειας. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε, ουδείς αναντικατάστατος. Οι εγκληματολογικές υπηρεσίες της χώρας μας διαθέτουν εξαιρετικούς επαγγελματίες, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αφοσίωση στο καθήκον. Η συνεχής εκπαίδευση και η εξέλιξη των δεξιοτήτων τους είναι φυσικά ένα κρίσιμο στοιχείο, και είμαι ευγνώμων που είχα την ευκαιρία να συνεισφέρω σε αυτό το κομμάτι. Πάντοτε, όμως, υπάρχει περιθώριο βελτίωσης. Ο τομέας της εφαρμοσμένης εγκληματολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πρόοδο της τεχνολογίας και τις νέες μεθόδους ανάλυσης, και για αυτό η δια βίου μάθηση είναι απολύτως απαραίτητη. Η προσαρμογή στις νέες τεχνολογίες, η συνεχής ενημέρωση για διεθνείς πρακτικές και η ενίσχυση της διασύνδεσης μεταξύ των υπηρεσιών είναι καίριες προτεραιότητες. Πιστεύω βαθιά ότι η ελληνική κοινωνία μπορεί να νιώθει εμπιστοσύνη στις εγκληματολογικές μας υπηρεσίες. Με συνεχή προσπάθεια και συνεργασία, μπορούμε να διασφαλίσουμε την κοινωνική συνοχή και τη δικαιοσύνη, πάντα με γνώμονα τον άνθρωπο, την ασφάλειά του και την ποιότητα της ζωής του.
Δ: Πως θα κλείνατε αυτή τη συζήτηση μας;
Π. Β.: Θα κλείσω με τα λόγια του Σωκράτη: “Η παιδεία, καθάπερ ευδαίμων χώρα, πάντα τ’ αγαθά φέρει.” Η διαρκής μάθηση και καλλιέργεια είναι η βάση για την πρόοδο της επιστήμης, της δικαιοσύνης και της κοινωνίας μας.