Με ανοδικό ρυθμό κατά 1% ετησίως θα αυξάνεται η αγροτική παραγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το 2025 και έως το 2035. Σύμφωνα με τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, η αξία της γεωργικής παραγωγής της ΕΕ σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να φθάσει τα 586 δισ. ευρώ το 2035.
Η αύξηση των αποδόσεων και της παραγωγής θα είναι μικρότερη, σε σχέση με τη δεκαετία 2014-2024 κι αυτό γιατί η κλιματική αλλαγή έχει δημιουργήσει προβλήματα στη διαθεσιμότητα των εδαφών (π.χ. πλημμύρες και διάβρωση) και των νερών, παρόλο που τα τεχνολογικά εργαλεία για αύξηση των αποδόσεων θα είναι περισσότερα για τους αγρότες. Επίσης, η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, όπως η μείωση της κατανάλωσης κρέατος και αλκοόλ, θα επηρεάσει σημαντικά τις προοπτικές της ευρωπαϊκής γεωργίας και κτηνοτροφίας έως το 2035. Τέλος, οι αυξημένες απαιτήσεις των καταναλωτών για φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές ενδέχεται να επηρεάσουν τη συνολική παραγωγή αγροτικών προϊόντων εντός ΕΕ.
Τα παραπάνω παρουσιάστηκαν την Τετάρτη, στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου
EU Agri-Food Days για την αγροδιατροφή, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες το τριήμερο 10-12 Δεκεμβρίου, υπό τη διοργάνωση της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης (DG AGRI). Πρόκειται για μια εκδήλωση που δίνει την ευκαιρία στους συμμετέχοντες από κάθε γωνιά της Ευρώπης να ανταλλάξουν απόψεις πάνω στις προοπτικές της ευρωπαϊκής γεωργίας, τις τάσεις της γεωργικής αγοράς, την επισιτιστική ασφάλεια, τη βιωσιμότητα, τις ψηφιακές τεχνολογίες και τις ροές δεδομένων μαζί με αγρότες, φορείς χάραξης πολιτικής, εκπροσώπους επιχειρήσεων, αναλυτές και ψηφιακούς εμπειρογνώμονες.
Ο πληθωρισμός θα απορροφά την όποια ονομαστική αύξηση του γεωργικού εισοδήματος
Μετά από μια περίοδο σταθεροποίησης μεταξύ 2024 και 2027, σύμφωνα με τους αναλυτές της Κομισιόν, το εισόδημα των συντελεστών παραγωγής σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να αυξηθεί από το 2028 και μετά με ρυθμό 1,4% ετησίως μέχρι το 2035. Ωστόσο, αν συνυπολογιστεί ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός, σε πραγματικούς όρους, το γεωργικό εισόδημα θα μειωθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,6% από το 2028 έως το 2035. Τα πράγματα είναι καλύτερα εάν εξετάσουμε το εισόδημα συντελεστή ανά ετήσια μονάδα εργασίας (AWU). Σε αυτή την περίπτωση, το ονομαστικό εισόδημα συντελεστών παραγωγής ανά AWU αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από το 2028 έως το 2035 (+2,2%), ενώ σε πραγματικούς όρους αυξάνεται με χαμηλότερο ρυθμό (+0,2%) κατά την ίδια περίοδο.
Δεν μειώνεται εύκολα το κόστος των εισροών
Σύμφωνα με τον Seth Meyer, επικεφαλής οικονομολόγο του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ, που μίλησε στο EU Agri-Food Days, δυστυχώς οι τιμές των γεωργικών εισροών δεν αποκλιμακώνονται τόσο γρήγορα όσο οι τιμές των γεωργικών προϊόντων. Παρουσίασε, μάλιστα, ένα γράφημα όπου φαίνεται η ταχεία προσαρμογή των τιμών παραγωγού από το 2023 και μετά σε χαμηλότερα επίπεδα, ενώ οι εισροές φαίνεται ότι ακολουθούν μία καθοδική πορεία με πολύ μικρότερο ρυθμό μέχρι και το 2025.
Οι προβλέψεις της ΕΕ λένε ότι το συνολικό γεωργικό κόστος (εισροές) αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,1% ετησίως μετά το 2025. Οι ζωοτροφές θα παραμείνουν το μεγαλύτερο στοιχείο κόστους, που ανέρχεται στο 38% του συνόλου.
Οι λοιπές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, των συμβουλευτικών υπηρεσιών, των κτηνιατρικών δαπανών και της συντήρησης των κτηρίων, προβλέπεται να αντιπροσωπεύουν το 35% μέχρι το 2035. Τέλος, τα μερίδια του κόστους ενέργειας και λιπασμάτων αναμένεται να διαμορφωθούν σε 12% και 9% αντίστοιχα.
Μεταβολές στη φυτική παραγωγή
Ο «ανταγωνισμός» μεταξύ των καλλιεργειών καθορίζεται από την κερδοφορία τους, την ανθεκτικότητα και την προσαρμοστικότητά τους στο κλίμα, καθώς και από την εξελισσόμενη ζήτηση (π.χ. χαμηλότερη χρήση ζωοτροφών και βιοκαυσίμων). Η έκταση της γεωργικής και δασικής γης της ΕΕ προβλέπεται να παραμείνει σταθερή μεταξύ του 2024 και του 2035, στα 323,2 εκατ. εκτάρια. Στις αροτραίες καλλιέργειες, όμως, η χρήση γης μετατοπίζεται από τα σιτηρά και την ελαιοκράμβη προς τη σόγια, άλλους ελαιούχους σπόρους και όσπρια. Αυτό οφείλεται στις προσδοκίες για χαμηλότερη ζήτηση σιτηρών για ζωοτροφές και ελαιοκράμβης για βιοκαύσιμα (-1,5% σε σύγκριση με το 2022-2024). Οι πολυετείς καλλιέργειες αναμένεται να αυξηθούν σε στρέμματα (+3,6% σε σχέση με το 2022-2024), λόγω της αυξανόμενης καταναλωτικής ζήτησης για υγιεινά προϊόντα, όπως ξηρούς καρπούς και φρούτα. Τέλος, οι μόνιμοι βοσκότοποι, οι εκτάσεις με κτηνοτροφικά φυτά και η αγρανάπαυση παραμένουν σταθερές, λόγω της πριμοδότησης από την ΚΑΠ.
Αύξηση της παραγωγής σκληρού σιταριού
Μέχρι το 2035, η συνολική παραγωγή δημητριακών της ΕΕ προβλέπεται να ανέλθει σε 273,8 εκατ. τόνους (1,1% πάνω από το 2022-2024). Ειδικότερα, η παραγωγή αραβοσίτου προβλέπεται να ανέλθει σε 63,2 εκατ. τόνους, ενώ η παραγωγή κριθαριού σε 51 εκατ. τόνους.
Η παραγωγή σιταριού θεωρείται ότι θα παραμείνει σταθερή, αφού ανακάμψει από τη μείωση
Η σόγια θα είναι ο πρωταθλητής των ελαιούχων σπόρων
Οι αποδόσεις της σόγιας, του ηλίανθου, της ελαιοκράμβης και των οσπρίων στην ΕΕ προβλέπεται να αυξηθούν οριακά έως το 2035 (κατά 3,9%, 1,4%, 0,1% και 0,4% σε σύγκριση με την περίοδο 2022-2024, αντίστοιχα), ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι χαμηλές αποδόσεις της περιόδου 2022-2024. Συνολικά, η παραγωγή ελαιούχων σπόρων και πρωτεϊνούχων καλλιεργειών προβλέπεται να αυξηθεί σε 34,9 εκατ. τόνους έως το 2035 (+2,1% σε σύγκριση με την περίοδο 2022-2024). Οι λόγοι αυτής της επέκτασης περιλαμβάνουν τις υποστηρικτικές πολιτικές της ΕΕ για τις πρωτεϊνούχες καλλιέργειες και την αυξανόμενη ζήτηση τροφίμων για φυτικές πρωτεΐνες, η οποία θα επηρεάσει θετικά τη ζήτηση για όσπρια. Η παραγωγή σόγιας θα αυξηθεί κατά 22% σε σχέση με την περίοδο 2022-2024 (κυρίως λόγω της μεγαλύτερης καλλιεργούμενης έκτασης) και η παραγωγή οσπρίων προβλέπεται να αυξηθεί κατά 9,9%, φθάνοντας τους 4,9 εκατ. τόνους το 2035. Η παραγωγή ελαιοκράμβης προβλέπεται να μειωθεί κατά -10%.
Νέα διατροφικά πρότυπα και ζωική παραγωγή
Όσον αφορά τη ζωική παραγωγή στην ΕΕ, οι μεταβαλλόμενες προτιμήσεις των καταναλωτών και οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα, μαζί με την κερδοφορία και το κανονιστικό πλαίσιο που υποστηρίζει την εκτατική εκτροφή, παραμένουν σημαντικοί περιορισμοί για τον τομέα. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή γάλακτος και κρέατος στην ΕΕ αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται (εκτός από τα πουλερικά), λόγω τόσο της μείωσης του αριθμού των αγελάδων όσο και της χαμηλότερης αύξησης της παραγωγικότητας.
Η παραγωγή γάλακτος στην ΕΕ θα συνεχίσει να καθοδηγείται από την αυξανόμενη συμβολή του τομέα σε πιο βιώσιμα γεωργικά και διατροφικά συστήματα, δημιουργώντας μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία στον τομέα. Παρά τη μείωση της συλλογής γάλακτος, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και οι αυξανόμενες απαιτήσεις υγείας θα μπορούσαν να αυξήσουν τη ζήτηση για εμπλουτισμένα και λειτουργικά γαλακτοκομικά προϊόντα, καθώς και για γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε λιπαρά και ζάχαρη. Οι αγελάδες γαλακτοπαραγωγής αναμένεται να μειωθούν κατά 11% στη δεκαετία και τα βοοειδή για κρέας κατά 9,6%. Η παραγωγή βόειου κρέατος θα φτάσει τους 6,3 εκατ. τόνους το 2035 (-6,7% σε σχέση με τον μέσο όρο της περιόδου 2022-2024). Όσον αφορά την παραγωγή χοιρινού κρέατος στην ΕΕ, αυτή προβλέπεται να μειωθεί κατά 0,5% ετησίως, μέχρι το 2035, σε αντίθεση με την παραγωγή κρέατος πουλερικών, η οποία θα αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό +0,5% για να φτάσει τους 770.000 τόνους το 2035.
Το αιγοπρόβειο κρέας στην ΕΕ αναμένεται να μειωθεί, με ρυθμό -0,7% ετησίως έως το 2035, οπότε θα φτάσει τους 547.000 τόνους. Ωστόσο, η εμφάνιση ζωονόσων σε πολλές χώρες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα επίπεδα παραγωγής μεσοπρόθεσμα. Να σημειωθεί ότι μεταξύ 2010 και 2024, η ΕΕ κατέγραψε μείωση στον αριθμό των αιγοπροβάτων κατά περίπου 9,5 εκατ. κεφάλια (-12%).
Σταθερά τα μήλα, με νέες ποικιλίες
Προκλήσεις που σχετίζονται με ακραία καιρικά φαινόμενα, αύξηση του ενεργειακού κόστους, περιορισμούς στη χρήση φυτοφαρμάκων και επιδημίες παρασίτων θα αντιμετωπίσει η παραγωγή οπωροκηπευτικών. Μέχρι το 2035, η κατανάλωση φρέσκων φρούτων και λαχανικών στην ΕΕ αναμένεται να παραμείνει σταθερή ή να αυξηθεί, λόγω της αυξανόμενης ευαισθητοποίησης των καταναλωτών σχετικά με τα οφέλη μιας διατροφής πλούσιας σε φρούτα και λαχανικά, καθώς και των δημόσιων πρωτοβουλιών προώθησης.
Η συνολική παραγωγή μήλων στην ΕΕ εκτιμάται ότι θα παραμείνει σταθερή την περίοδο 2024-2035 σε 11,4 εκατ. τόνους. Αυτό οφείλεται από τη μία στη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και από την άλλη στην αύξηση των αποδόσεων, λόγω εισαγωγής νέων, υψηλής απόδοσης ποικιλιών και βελτιωμένης αγρονομικής διαχείρισης. Μέχρι το 2035, προβλέπεται ότι 7,4 εκατ. τόνοι μήλων θα καταναλώνονται νωπά, ενώ 4 εκατ. τόνοι θα μεταποιούνται.
Η παραγωγή ντομάτας για μεταποίηση αναμένεται να αυξηθεί σε περίπου 11,6 εκατ. τόνους, λόγω της ζήτησης για μεταποιημένα προϊόντα. Η παραγωγή μετατοπίζεται από τα εξαιρετικά συμπυκνωμένα προϊόντα, όπως ο τοματοπολτός, σε λιγότερο συμπυκνωμένα προϊόντα, όπως κονσερβοποιημένες ντομάτες, σάλτσες κ.λπ. Στις νωπές ντομάτες, η κατανάλωση μετατοπίζεται από τους μεγάλους καρπούς, προς τις μικρόκαρπες ποικιλίες (τσέρι κ.λπ.).
Η παραγωγή πορτοκαλιών αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς, λόγω της αύξησης της παραγωγής για νωπή κατανάλωση. Τέλος, η παραγωγή ροδάκινων και νεκταρινιών στην ΕΕ αναμένεται να μειωθεί κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας.