Ισχυρό πλήγμα φέρνει η συμφωνία ΕΕ – Mercosur στο εμβληματικό ελληνικό αγροτικό προϊόν, τη φέτα ΠΟΠ, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαθεί η αποκλειστικότητα της χρήσης του ονόματος της φέρνοντας μια σειρά αλλαγών τόσο στην αγορά όσο και στους κτηνοτρόφους.
Ειδικότερα, η εν λόγω συμφωνία αφήνει τη φέτα, η οποία μόνο το πρώτο επτάμηνο του 2024 από τις πωλήσεις στο εξωτερικό συνεισέφερε στην ελληνική οικονομία 1 δισ. ευρώ, χωρίς πλήρη προστασία γεωγραφικής ένδειξης για επτά χρόνια και, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, επιτρέπεται η χρήση του όρου «φέτα» για τοπικά τυριά των χωρών (Βραζιλία, Αργεντινή, Παραγουάη, Ουρουγουάη) στην αγορά Mercosur, υπό προϋποθέσεις. Έτσι, παραγωγοί που ήδη χρησιμοποιούν την ονομασία «φέτα» μπορούν να συνεχίσουν τη χρήση της, εφόσον αναγράφουν τη χώρα προέλευσης.
«Επί της ουσία μιλάμε για την απώλεια αποκλειστικότητας του ονόματος “φέτα”», σχολιάζουν στον ΟΤ εκπρόσωποι της αγοράς, σημειώνοντας ότι πλέον θα είναι νόμιμη απομίμηση προϊόντος με αγελαδινό γάλα σε διεθνές επίπεδο.
Εκτός από τη φέτα ΠΟΠ σε κίνδυνο βρίσκονται και μια σειρά ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα λόγω της εισαγωγής φθηνότερων προϊόντων από τις χώρες της Mercosur, τα οποία δεν πληρούν αντίστοιχες αυστηρές προδιαγραφές παραγωγής
Η ρύθμιση για τη φέτα
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα στη συμφωνία, το οποίο δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρερμηνεία για όλα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν: ««Η προστασία της γεωγραφικής ένδειξης «Φέτα» δεν εμποδίζει τη συνεχή και παρόμοια χρήση του όρου «Φέτα» από οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των διαδόχων και εκδοχέων τους, για μέγιστο χρονικό διάστημα 7 ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας έχουν χρησιμοποιήσει την εν λόγω γεωγραφική ένδειξη κατά τρόπο συνεχή όσον αφορά τα ίδια ή παρόμοια εμπορεύματα στη εδάφη της Αργεντινής, της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, η χρήση του όρου «φέτα» πρέπει να συνοδεύεται από ευανάγνωστη και ορατή ένδειξη της γεωγραφικής προέλευσης του εν λόγω προϊόντος».
Το απόσπασμα αυτό ήδη έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις, με χαρακτηριστική την παρέμβαση του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, ο οποίος προειδοποιεί ότι η συμφωνία Mercosur, που επιτρέπει στις χώρες της Λατινικής Αμερικής να παράγουν και να διακινούν φέτα για επτά χρόνια χωρίς να υπόκεινται στις προστατευόμενες προδιαγραφές του ΠΟΠ, αποτελεί οικονομική και πολιτιστική καταστροφή. «Με αυτή τη ρύθμιση, ανοίγεται ο δρόμος για την εμπορευματοποίηση ενός προϊόντος-σύμβολο της Ελλάδας, υπονομεύοντας τη φήμη του, αλλά και χτυπώντας καίρια τη βιωσιμότητα των παραγωγών μας», αναφέρει.
Να σημειωθεί ότι εκτός από τη φέτα ΠΟΠ σε κίνδυνο βρίσκονται και μια σειρά ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα λόγω της εισαγωγής φθηνότερων προϊόντων από τις χώρες της Mercosur, τα οποία δεν πληρούν αντίστοιχες αυστηρές προδιαγραφές παραγωγής, όπως για παράδειγμα ως προς τη χρήση των φυτοφαρμάκων, την καλή μεταχείριση των ζώων.
Την ίδια στιγμή, οι χώρες της Mercosur λειτουργούν με χαμηλότερα πρότυπα εργασίας και ασφάλειας, γεγονός που τους επιτρέπει να παράγουν με μικρότερο κόστος, κάτι που καθιστά αδύνατο τον θεμιτό ανταγωνισμό για τους παραγωγούς της ΕΕ.
Επιπλέον, οι αφορολόγητες εισαγωγές βόειου κρέατος, πουλερικών, ζάχαρης, φρούτων και κρασιού που έγκειται σε ένα από τα βασικά σημεία της συμφωνίας, δημιουργούν περαιτέρω αθέμιτο ανταγωνισμό.
«Δεν είναι τυχαίο ότι οι αγρότες σε όλη την ΕΕ διαμαρτύρεται για τις επιπτώσεις που θα έρθουν απ’ αυτή τη συμφωνία. Νιώθουν ότι δεν έχουν αύριο, ότι δεν στηρίζονται. Γι’ αυτό και πρέπει η Ευρώπη να προστατεύσει τους παραγωγούς της και τα προϊόντα της. Το σημαντικότερα απ’ όλα είναι να συνεχίσουμε να έχουμε πρωτογενή τομέα»
Απειλείται η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων
Στους κίνδυνους που ελλοχεύουν για την ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή αλλά και τα αγροτικά προϊόντα, που αποτελούν «θησαυρούς» της ελληνικής γης, όπως η φέτα, αναφέρθηκε στον ΟΤ ο πρόεδρος της ΕΘΕΑΣ, Παύλος Σατολιάς και πρόεδρος του Αγροτικού Γαλακτοκομικού Συνεταιρισμού Καλαβρύτων.
Αναφερόμενος στην επταετή ισχύ της συμφωνίας για την παραγωγή και διακίνηση τυριών από τις χώρες της Mercosur, τόνισε ότι «κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει μια μεταβατική περίοδο για να προσαρμοστεί η αγορά στα νέα δεδομένα της συμφωνίας. Όχι όμως εφτά χρόνια. Το διάστημα αυτό αποτελεί μια ολόκληρη εμπορική ζωή. Έτσι, μπορεί η ΕΕ να θεωρεί ότι η συμφωνία αυτή κινείται σε σωστή κατεύθυνση σε ότι αφορά την ελεύθερη αγορά και την επισιτιστική επάρκεια, όμως πρέπει να μπουν κανόνες για την προστασία των προϊόντων με γεωγραφική ένδειξη».
«Με την εν λόγω συμφωνία απειλείται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής και κατ’ επέκταση της ευρωπαϊκής γεωργίας», τόνισε στον ΟΤ ο κ. Σατολιάς, αναφέροντας ότι τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα παράγονται με συγκεκριμένες προδιαγραφές, ενώ οι εισαγωγές από τις χώρες της συμφωνίας θα είναι «ναι μεν φθηνότερες, αλλά χαμηλής ποιότητας ,καθώς δεν πληρούν τις αντίστοιχες φυτοϋγειονομικές πρακτικές, που εφαρμόζονται στην ΕΕ».
«Δεν είναι τυχαίο ότι οι αγρότες σε όλη την ΕΕ διαμαρτύρεται για τις επιπτώσεις που θα έρθουν απ’ αυτή τη συμφωνία. Νιώθουν ότι δεν έχουν αύριο, ότι δεν στηρίζονται. Γι’ αυτό και πρέπει η Ευρώπη να προστατεύσει τους παραγωγούς της και τα προϊόντα της. Το σημαντικότερα απ’ όλα είναι να συνεχίσουμε να έχουμε πρωτογενή τομέα», επισήμανε ο πρόεδρος της ΕΘΕΑΣ.
«Το κρέας που θα εισάγεται απ’ αυτές τις χώρες στην Ευρώπη θα είναι φθηνότερο και αμφιβόλου ποιότητας»
Στον αυτόματο πιλότο η κτηνοτροφία
Η παράμετρος αυτή της συμφωνίας για την ελληνική φέτα ΠΟΠ, έχει φέρει αναστάτωση τόσο στην αγορά, όσο και στους ίδιους τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια μετρούν απανωτά χτυπήματα. Το αυξημένο κόστος παραγωγής, οι χαμηλές τιμές σε γάλα και κρέας, η μείωση των εκμεταλλεύσεων και των κοπαδιών, οι ζωονόσοι, αλλά και τα κρούσματα ελληνοποιήσεων και νοθείας, έχουν φέρει την ελληνική κτηνοτροφία σε δεινή θέση.
Τώρα η εισροή προϊόντων χαμηλού κόστους από τις χώρες της Mercosur θα πιέσει ακόμα περισσότερο τις τιμές για τους παραγωγούς βόειου κρέατος, αλλά και της φέτας και όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στον ΟΤ ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) Δημήτρης Μόσχος, τα αποτελέσματα αυτής της συμφωνίας τόσο στο βόειο κρέας όσο και στη φέτα θα είναι ορατά το αμέσως επόμενο διάστημα.
«Το κρέας που θα εισάγεται απ’ αυτές τις χώρες στην Ευρώπη θα είναι φθηνότερο και αμφιβόλου ποιότητας, καθώς οι ζωοτροφές που χρησιμοποιούνται εκεί έχουν άλλες φυτοϋγειονομικές προδιαγραφές, πιο χαλαρές. Την ίδια στιγμή σε συνδυασμό με τις ελληνοποιήσεις και με τους ελέγχους που δεν γίνονται, θα δημιουργήσει έναν ανταγωνισμό και θα πιέσει τις τιμές στον παραγωγό ακόμα πιο κάτω», σημειώνει στον ΟΤ ο κ. Μόσχος.
Αυτή την στιγμή, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του ΣΕΚ, ήδη υπάρχει μείωση στην τιμή παραγωγού στο αιγοπρόβειο κρέας κατά 1,5 με 2 ευρώ χαμηλότερα από ότι πέρσι, ενώ «το κρέας στο σούπερ μάρκετ όχι μόνο δεν έχει πέσει σε σχέση με πέρσι αλλά είναι και πιο ακριβό. Το ίδιο ισχύει και με την φέτα, στην οποία έχουμε χάσει πάνω από 20 λεπτά/κιλό στο αιγοπρόβειο γάλα σε σχέση με πέρσι, ενώ το κόστος παραγωγής στις ζωοτροφές έχει αυξηθεί και κινείται στα επίπεδα του 2022».
Όλα αυτά σε συνδυασμό με την εφαρμογή της συμφωνίας και στη φέτα, όπως χαρακτηριστικά λέει ο κ. Μόσχος «θα δημιουργήσουν προβλήματα τα οποία θα είναι αρνητικά για τον κλάδο μας, καθώς ήδη καταγράφεται μείωση τόσο των εκμεταλλεύσεων όσο και των παραγόμενων ποσοτήτων».
Αυτό που ζητά ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας, πρόταση την οποία έχει ήδη καταθέσει εδώ και 1,5 χρόνο στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, είναι να δημιουργηθεί μια επιτροπή για την κτηνοτροφία, με τη συμμετοχή και των κτηνοτρόφων, ώστε όλοι από κοινού να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής κτηνοτροφίας. «Δυστυχώς απ’ ότι βλέπουμε το ΥπΑΑΤ δεν θέλει να δημιουργηθεί αυτή η επιτροπή. Αν ο κλάδος δεν ενισχυθεί και δεν αναπτυχθεί, τότε η οικονομική καταστροφή μας είναι βέβαιη», επισημαίνει.
Πηγή: ΟΤ