Ο δρόμος, δε, για την… ιταλοποίηση του ελληνικού ελαιολάδου δεν έχει ιδιαίτερα εμπόδια, καθώς κατά κανόνα γίνεται με όλα τα νόμιμα έγγραφα, τα οποία ωστόσο στη διαδρομή αλλάζουν, καθώς όπως καταγγέλλουν στελέχη της αγοράς δεν γίνονται οι απαραίτητοι έλεγχοι. «Οι Ιταλοί έμποροι κάνουν συμφωνίες με τους ελαιοκομικούς συνεταιρισμούς για τις ποσότητες που θέλουν να αγοράσουν.
Ερχονται τα βυτία και παίρνουν το ελληνικό ελαιόλαδο, κανονικά, με όλα τα νόμιμα ελληνικά φορολογικά παραστατικά. Οταν όμως φτάνουν στην Ιταλία, από τη στιγμή που δεν υπάρχει διακρατική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων, αλλάζουν τα παραστατικά και γίνονται ιταλικά παραστατικά παραγωγής ελαιολάδου», αναφέρει στον «Ε.Τ.» υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλου συνεταιρισμού στην Πελοπόννησο. Η ίδια πηγή, ωστόσο, επισημαίνει ότι δεν είναι λίγοι και οι έμποροι που έχουν… μαύρο χρήμα και αγοράζουν το προϊόν χωρίς παραστατικά και όταν φτάνει το εμπόρευμα στη γειτονική χώρα, ιταλοποιείται, καθώς δημιουργούν παραστατικά παραγωγής.
Στη συνέχεια το ελληνικό ελαιόλαδο αναμειγνύεται με λάδια από άλλες χώρες και πωλείται σαν ιταλικό. «Το ελαιόλαδο που φεύγει από τη χώρα μας δεν τυποποιείται ατόφιο. Προσμιγνύεται με προϊόν από την Ιταλία, την Τουρκία ή την Τυνησία και πωλείται στα ράφια ως ιταλικό. Και αυτό συμβαίνει για να μειώσουν οι βιομηχανίες το κόστος και να αυξήσουν το κέρδος», τονίζει εκπρόσωπος του ελαιοκομικού κλάδου.
Τα τελευταία χρόνια δε, κάνοντας χρήση των ενδοκοινοτικών πράξεων, οι Ιταλοί τυποποιούν το ελληνικό ελαιόλαδο με το δικό τους -ιταλικό- brand και στις συσκευασίες αναγράφουν τη χώρα προέλευσης, εν προκειμένω την Ελλάδα. «Ωστόσο, αφού το προϊόν διατίθεται από ιταλική εταιρία, στη συνείδηση των καταναλωτών περνά ως ιταλικό το ελαιόλαδο».
Αναφορικά με τις ποσότητες ελαιολάδου που εξάγονται σε μορφή χύδην στην ιταλική αγορά, αν και εκπρόσωποι της αγοράς αναφέρουν ότι δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, καθώς παραμένει άγνωστο πόσο προϊόν πωλείται χωρίς παραστατικά, σύμφωνα με εκτιμήσεις ξεπερνούν τους 110.000-120.000 τόνους. Η τιμή, δε, που εξάγεται το ελληνικό προϊόν στην Ιταλία ανέρχεται στα 7,5 ευρώ το κιλό και στη συνέχεια πωλείται στα ράφια της Ιταλίας ως επώνυμο ελαιόλαδο έως και 17 ευρώ το λίτρο, παρά το γεγονός ότι αναμιγνύεται με λάδι άλλων χωρών.
Τα «αγκάθια» για τους Ελληνες παραγωγούς
Γιατί όμως οι Ελληνες παραγωγοί δεν αξιοποιούν το πλεονέκτημα της ποιότητας του ελληνικού ελαιολάδου, ώστε να το τυποποιήσουν οι ίδιοι και να το εξάγουν στις διεθνείς αγορές; Η απάντηση είναι απλή. Δεν διαθέτουν τους αναγκαίους πόρους, αλλά και το δίκτυο πωλήσεων για να εισέλθουν στις ξένες αγορές.
«Να το τυποποιήσουμε μπορούμε. Να το πουλήσουμε και να μπούμε σε άλλες αγορές δεν μπορούμε. Και αυτό γιατί δεν έχουμε ρευστότητα», υπογραμμίζει εκπρόσωπος μεγάλου συνεταιρισμού στον «Ε.Τ.». Οπως εξηγεί, το χύμα ελαιόλαδο προπληρώνεται, που σημαίνει ότι οι παραγωγοί με το που το πουλήσουν, παίρνουν τα λεφτά τους. Αντίθετα, για το τυποποιημένο ελαιόλαδο οι πληρωμές γίνονται μετά από 5-6 μήνες, με αποτέλεσμα να «στεγνώνουν» από ρευστό οι παραγωγοί.
Ενας άλλος ανασταλτικός παράγοντας είναι το υψηλό κόστος. «Το ελληνικό ελαιόλαδο, λόγω της ποιότητάς του, είναι ακριβό. Αν ο συνεταιρισμός το τυποποιήσει, θα πρέπει να το πουλήσει 14-15 ευρώ το λίτρο και αν προστεθούν σε αυτό και τα έξοδα για να μπει στα σούπερ μάρκετ και ό,τι περιλαμβάνουν οι συμφωνίες με το λιανεμπόριο, πού θα φτάσει η τιμή του; Και ποιος τελικά θα μπορέσει να το αγοράσει σε τόσο υψηλή τιμή», τονίζει η ίδια πηγή.
Αγκάθι όμως αποτελεί και το μικρό μέγεθος των εταιριών, οι οποίες δεν διαθέτουν τους πόρους για να προωθήσουν το ελληνικό ελαιόλαδο στις διεθνείς αγορές.
Πάντως, παρά το γεγονός ότι το 2023 οι εξαγωγές ελαιολάδου άγγιξαν το 1 δισ. ευρώ, φέτος αναμένεται μεγάλη μείωση, αφενός λόγω της μειωμένης ποσότητας που παρήχθη την περίοδο 2023-2024, αλλά και της εκτίναξης της τιμής του προϊόντος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., στο εννεάμηνο του 2024 οι εξαγωγές της κατηγορίας «έλαια και λίπη» υποχώρησαν κατά 36,1% στα 782 εκατ. ευρώ, από 1,22 δισ. ευρώ το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Επισημαίνεται ωστόσο ότι στην κατηγορία περιλαμβάνονται και άλλα έλαια (φυτικά και ζωικά), πέραν του ελαιολάδου.