Site icon Γαργαλιάνοι Online – Οι ειδήσεις και τα νέα της Τριφυλιας, της Μεσσηνίας και της Πελοποννήσου στην ώρα τους!

Ελαιόλαδο: Από 7 ευρώ ομαλά προς νέα ισορροπία το έξτρα παρθένο, νωρίτερα φέτος η εκκίνηση

Δοκιμάστηκε και αποδείχτηκε ισχυρός απ’ τα θεμέλια ο ελαιοκομικός τομέας κατά την τελευταία διετία, δείχνοντας στην πράξη πως μπορεί να ρυθμίσει εσωτερικά το έσοδο του κάθε παραγωγικού συντελεστή με βάση την κάνουλα της προσφοράς, διατηρώντας την παγκόσμια κατανάλωση (2,7 εκατ. τόνων βάσει Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας) σε αποδεκτά επίπεδα, ήτοι μείον 8% έως 13% έναντι της πληθωρικής χρονιάς 2021/22, όταν σταθμίσει κανείς τη μειωμένη διαθεσιμότητα.

Όσον αφορά τις τιμές, σε πείσμα της (ισπανικής) παραφιλολογίας των τελευταίων 15 μηνών, δεν προβλέπεται απότομη μείωση των τιμών από τα 7,5 στα 4,5 ευρώ το κιλό και κάπως έτσι δεν δικαιολογείται κανένας πανικός από μεριάς παραγωγών για πρώιμη συγκομιδή με αντίστοιχα χαμηλότερες αποδόσεις.

Τα ελαιοτριβεία που «άνοιξαν» 20 Σεπτέμβρη σε Τυνησία και Πορτογαλία επεξεργάζονται καρπό από στρατηγικές υπερεντατικές και υπερπρώιμες φυτεύσεις, των οποίων το ελαιόλαδο χρησιμεύει για να «λαδώσει» η αγορά στα πρώτα της βήματα μέσα Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου μαζί με τα συνολικά αποθέματα των 350.000 τόνων, στη Μεσόγειο, τα οποία φτάνουν, ίσα ίσα για να βγει ο επόμενος μήνας.

Τα συμβόλαια γι’ αυτή την πρώτη ύλη έχουν υπογραφεί από Ιούνιο και Ιούλιο μήνα σε ένα εύρος από 5,5 έως 6,5 ευρώ. Κοιτώντας το σήμερα, η αγορά έχει προσωρινά σταθμεύσει στο εύρος 6,5 με 7,5 ευρώ τόσο στην Ισπανία, όσο και στην Ελλάδα, κυρίως λόγω της έλλειψης πρώτης ύλης στη γειτονική Ιταλία, η οποία σημειωτέον περιμένει μια «θλιβερή» σοδειά της τάξης των 200-220.000 τόνων, σε μια χρονιά που η παγκόσμια παραγωγή αναμένεται να προσεγγίσει ή να σπάσει λίγο ανοδικά τους 3 εκατ. τόνους. Με άλλα λόγια, το γηγενές ιταλικό ελαιόλαδο θα αποτελεί μέχρι 7,3% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ η χώρα διακινεί ιστορικά το 20% με 25% των ποσοτήτων.

Ο υπουργός Γεωργίας της Ιταλίας Francesco Lollobrigida

Η μεγαλύτερη ανάγκη των Ιταλών λοιπόν φέτος αποτελεί περισσότερο το τυράκι στη φάκα και όχι πραγματικά ευκαιρία για το ελληνικό ελαιόλαδο. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, όμως ο Έλληνας παραγωγός καλείται «σήμερα» να γίνει και πωλητής του προϊόντος του, ώστε να βάλει στην τσέπη του και εν συνεχεία να επενδύσει εκ νέου το εισόδημα από τη μεγέθυνση της αξίας της σοδειάς του. Ειδικά τώρα που τα τελευταία δύο χρόνια έγιναν οι αναγκαίες γεωπονικές επεμβάσεις και τα δέντρα έχουν δεχτεί φροντίδες, ενώ η Πολιτεία κινείται προς την κατεύθυνση της ιχνηλασιμότητας, συντρέχουν για πρώτη φορά οι προϋποθέσεις για εκ νέου οργάνωση της «τάξης πραγμάτων» στο ελαιόλαδο με την ελπίδα να πάψουμε πλέον να είμαστε η ανώνυμη δεξαμενή της Ιταλίας. Μια καλή αρχή ίσως να ήταν η αναγνώριση ενός τυποποιημένου «τενεκέ» σε μερίδες μικρότερες των 16 λίτρων.

Γύρω από τα 6 ευρώ θα παίξει εύλογα η τιμή παραγωγού από Νοέμβριο, όλοι θέλουν και περιμένουν ένα κρατικό μηνιαίο ισοζύγιο

Χρονιά κεφάλαιο για την ελληνική ελαιοκομία είναι αυτή που ανατέλλει τυπικά από 1η Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια της οποίας αναμένονται θεσμικές πρωτοβουλίες για την κατάρτιση ενός αρχικού ισοζυγίου πωλήσεων-αποθεμάτων (όπως σε Ισπανία και Ιταλία) καθώς και η ενσωμάτωση του ηλεκτρονικού δελτίου αποστολής στην καθημερινότητα των ελαιοτριβείων από 1η Δεκέμβρη, προς σταδιακή επίτευξη ιχνηλασιμότητας στην παραγωγή.  Παράλληλα, η αγορά θα κινηθεί εύλογα σε επίπεδα τιμών χαμηλότερα από τα περσινά, όμως με τις παραχθείσες ποσότητες στο συν 50% σε σχέση με την 2023/24, ενισχύοντας τελικά τα έσοδα των παραγωγών.

Κοινώς, ένας μέσος παραγωγός που πέρυσι έβγαλε 5.000 κιλά ελαιόλαδο και πούλησε στα 8 ευρώ, είχε έσοδο 40.000 ευρώ, ενώ φέτος με 7.500 κιλά και τιμή (ενδεικτικά) στα 6 ευρώ, είναι σε θέση να εισπράξει περισσότερα χρήματα και να συντηρήσει τον ελαιώνα, ο οποίος την τελευταία διετία λόγω υψηλών τιμών, γνώρισε μία απότομη αύξηση του γεωπονικού ενδιαφέροντος, βάζοντας τις βάσεις για καλύτερες σοδειές και μείωση της σημασίας του φαινομένου παρενιαυτοφιορίας.

Το ιταλικό ενδιαφέρον για κάποιες προμήθειες έξτρα παρθένου και οι μικροποσότητες που αγοράζει η εγχώρια βιομηχανία τυποποίησης, συντηρούν την αγορά στα 6,70 με 7,60 ευρώ το κιλό για την ώρα, ανάλογα την περιοχή. Τα πρώτα συνεργεία συγκομιδής δουλεύουν ήδη πάντως στις πρώιμες ζώνες της Μαυρολιάς και της Αθηνοελιάς, ενώ ταχύτερα αναμένεται η πρώτη πράξη της χρονιάς, λογικά από τον ΑΕΣ Αγίων Αποστόλων.

Κρατά τα 7 ευρώ μέχρι 10 Οκτωβρίου η Ισπανική αγορά ελαιολάδου

Ομαλή η διόρθωση προς τη νέα ισορροπία από μέσα Οκτωβρίου

Σα μια παγωμένη γουλιά νερό έπειτα από καλοκαιρινό περίπατο ανέμενε τη φετινή σοδειά η ισπανική αγορά, με την αναμενόμενη παραγωγή 1,3 εκατ. τόνων (+53%) να επιτρέπει και περισσότερο προϊόν να βγει στην αγορά αλλά και τα έσοδα του αγρότη να αυξηθούν. Η χρονιά 2023/24 αφήνει παρακαταθήκη έναν πανίσχυρο κλάδο που απέδειξε τη τελευταία διετία πως μπορεί να ρυθμίσει εσωτερικά το έσοδα του κάθε παραγωγικού συντελεστή, διατηρώντας την τελική κατανάλωση σε αποδεκτά επίπεδα (-8% με -13% έναντι της 2021/22 αν αναλογιστεί κανείς τη μειωμένη διαθεσιμότητα). Μπορεί για την ώρα το…χρηματιστήριο της Χαέν να κρατά το έξτρα παρθένο στα 7,40 με 7,60 ευρώ το κιλό, το παρθένο στα 6,70-6,90  ευρώ και το λαμπάντε στα 6,50 με 6,80 ευρώ, όμως κανείς δεν είναι σε θέση ακόμη να προβλέψει με στατιστική ακρίβεια το νέο επίπεδο ισορροπίας όταν αρχίσει να ρέει άφθονος ο υγρός χρυσός από Νοέμβριο.

Οι κουβέντες όμως που έχουν κατά καιρούς ειπωθεί και η προσπάθεια χειραγώγησης της αγοράς τον Ιούλιο, καταδεικνύουν το εύρος μέσα στο οποίο θα «κάτσει η μπίλια» προς το τέλος του έτους. Οι μεν «ειδικοί» έχουν προκαθορίσει ως δίκαιη τιμή τα 4,5 με 5,00 ευρώ, ενώ αντίστοιχα η διόρθωση του Ιουλίου σταμάτησε σχετικά απότομα στα 6,4-6,6 ευρώ το κιλό, σημείο στο οποίο οι έχοντες απόθεμα δεν ήταν διατεθειμένοι να πουλήσουν. Αν κάτι δείχνουν τα νούμερα αυτά, είναι πως λογικά το 2024 θα βγει με το έξτρα παρθένο μεταξύ 5,7 και 6,3 ευρώ το κιλό, προς ικανοποίηση όλων.

Μια κακή παραγωγική χρονιά με υψηλές ανάγκες από τη βιομηχανία, δείγμα πως φέτος οι Ιταλοί θα ψαχτούν να εισάγουν πολύ (ελληνικό) ελαιόλαδο

Η Ιταλία καλείται να αντιμετωπίσει φέτος μια αρνητική πραγματικότητα στο χωράφι, ούσα η μόνη χώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο με μειωμένη από έτος σε έτος παραγωγή. Συγκεκριμένα, οι τελευταίες εκτιμήσεις κατεβάζουν την ιταλική σοδειά στο όριο των 200.000 τόνων, ίσως και λίγο παραπάνω, μετά από μια συγκριτικά δυνατή παραγωγή 350.000 τόνων.

Η ξηρασία αποδεκατίζει εδώ και δύο χρόνια το δυναμικό των ελαιόδεντρων, ενώ σταδιακά γίνεται ακόμη και λόγος ακόμη και για σταδιακή εγκατάλειψη των ξερικών κτημάτων στη Σικελία.

Ήδη από φέτος, οι τοπικές τιμές στην ιταλική χερσόνησο είχαν μια μεγάλη απόκλιση στην κατηγορία του έξτρα παρθένου, κάτι που σημαίνει πως τη σεζόν 2024/25, οι ιταλικές τιμές θα βρίσκονται (σε ποσοστό) ακόμη πιο μακριά από το μέσο επίπεδο στην υπόλοιπη Μεσόγειο, αρχής γενομένης  από το 2025. Για την ώρα, αγορές όπως το Μπάρι και το Παλέρμο έχουν ανακτήσει τα 9 ευρώ και συνεχίζουν να κινούνται πλαγιοανοδικά, παρά τη λογική πίεση που ασκεί οργανικά η αναμονή της νέας σοδειάς, ενώ πιο «προσγειωμένες» αγορές όπως ο Τάραντας, παίζουν στα 8,40 με 8,80 ευρώ το κιλό.

Πάντως, οι ελλείψεις στην ιταλική αγορά είναι μεγάλες, τα συμβόλαια τρέχουν και η χώρα χρειάζεται να εισάγει άλλους 50-60.000 τόνους έξτρα παρθένο πριν βγει ο Οκτώβριος. Πάνω στην ανάγκη της Ιταλίας «πατάει» άλλωστε η μεσογειακή αγορά και συντηρεί τις τιμές πάνω από τα 7 ευρώ στο έξτρα παρθένο.

Ούτε 15% η πραγματική μείωση της κατανάλωσης λόγω τιμής

Οι αναφορές περί στροφής στα σπορέλαια στερούνται αποδείξεων

Ενδεικτικά της διεθνούς τάσης για μεγαλύτερη ζήτηση ελαιόλαδου είναι τα ευρήματα του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας (ΔΟΕ) για τις επιδόσεις της κατανάλωσης. Όπως αναφέρεται στα προσωρινά στοιχεία του ΔΟΕ, η μείωσή της από χρονιά σε χρονιά (2023/24 σε σύγκριση με την 2022/23) είναι μόλις 130.000 τόνοι πρώτης ύλης, παρά τη σημαντική αύξηση της τιμής παραγωγού από τα 5 στα 8 ευρώ μεσοσταθμικά το κιλό.

Συγκριτικά με την ποσοτικά πληθωρική 2021/22, η κατανάλωση είναι μεν 500.000 τόνοι κάτω, όμως αν αναλογιστεί κανείς την οργανική μείωση λόγω διαθεσιμότητας -η οποία συγκλίνει στο 28% κάτω με τους μέσους όρους 5ετίας- τότε αποδεικνύεται μαθηματικά πως η «στροφή» στα σπορέλαια αφορά πιθανότατα μονοψήφιο ποσοστό της παραγωγής.

elaiaskarpos.gr

Exit mobile version