Ανάμεσα στις ψηλές πλαγιές του Πάρνωνα, σε υψόμετρο 1.100 μέτρων δεσπόζει το Πολύδροσο, ένα πανέμορφο χωριό της Λακωνίας. Περιτριγυρίζεται από πεύκα, αιωνόβια έλατα και πλούσια βλάστηση. Παλαιότερα ονομαζόταν Τσίντζινα και κατοικήθηκε πρώτη φορά κατά τη βυζαντινή περίοδο….
Εκείνη την εποχή χτίστηκε και το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, το οποίο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην περιοχή. Όταν οι Ενετοί κατέκτησαν εδάφη τις Πελοποννήσου στην Τσίντζινα ζούσαν μόλις 144 άνθρωποι. Το 1715 οι Οθωμανοί εκδίωξαν τους Ενετούς από την περιοχή και το χωριό πέρασε στην κυριότητά τους. Εκείνα τα χρόνια άρχισε η οικονομική ανάπτυξη, καθώς οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με την κλωστουφαντουργία, την παραγωγή βαμβακιού, ξυλείας και μαλλιού και έκαναν εμπόριο στο εξωτερικό και στις αγορές του Μυστρά και της Τεγέας….
Τέλη του 17ου αιώνα δύο γάλλοι εξερευνητές που ταξίδεψαν στην Πελοπόννησο με κατεύθυνση τη Μονεμβασιά έκαναν μια στάση στα Τσιντζίνα. Όπως έγραψαν στα απομνημονεύματά τους: «Οι κάτοικοι ήταν φιλόξενοι. Συνήθιζαν να στέκονται σε ένα σημείο, όπου παρατηρούσαν τους ξένους, τους οποίους καλούσαν κοντά τους με το χτύπημα ενός θαλάσσιου κελύφους, ώστε να μάθουν ότι εκεί υπάρχει ένα χωριό που κρέμεται σε κάποιο βράχο». Λίγα χρόνια μετά, το 1806 ένας βρετανός αξιωματικός επισκέφτηκε το χωριό και παρατήρησε ότι υπήρχαν καλλιέργειες αμπελώνων, σιταριού, κριθαριού, σίκαλης και σταφυλιών. Όπως ανέφερε, υπήρχαν 80 οικογένειες που ασχολoύνταν με την καλλιέργεια της γης, την κτηνοτροφία και το εμπόριο ξύλου….
Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, οι κάτοικοι του Πολύδροσου συμμετείχαν αμέσως στον αγώνα της Πελοποννήσου κατά του τουρκικού ζυγού. Πολέμησαν σε σημαντικές μάχες και τάχθηκαν στο πλευρό του Κολοκοτρώνη στην ιστορική μάχη στα Δερβενάκια. Το 1825, κατά τη διάρκεια των επιθέσεων του Ισμαήλ Πασά, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφτηκε το χωριό και έζησε στα βουνά του Πάρνωνα μαζί με επιτελείς του, προκειμένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Μετά την απελευθέρωση, τα Τσιντζίνα αριθμούσαν 1.344 κατοίκους. Μερικά χρόνια μετά, πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και εγκαταστάθηκαν στα χωριά Γκοριτσά και στη Ζουπένα όπου ζούσαν από τον Οκτώβριο έως τον Ιούνιο. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1850 πολλοί μετανάστευσαν στην Αίγυπτο….
Η βεντέτα που οδήγησε στην ερήμωση
Αιτία για την εγκατάλειψη του χωριού στάθηκε και η βεντέτα που ξέσπασε ανάμεσα σε δύο κυρίαρχες οικογένειες της Ζουπένας. Οι Κουμουτζαίοι ήταν εξέχουσα οικογένεια του χωριού που είχε πολιτική εξουσία, ενώ η οικογένεια των Γερασιμαίων αποτελείτο από σπουδαίους στρατιώτες, οι οποίοι πολέμησαν στην επανάσταση, οι οποίοι είχαν επωφεληθεί σημαντικά από τη φιλία τους με εξέχουσα οικογένεια της Λακωνίας. Η βεντέτα διήρκεσε αρκετά χρόνια και προκάλεσε τη διαίρεση του χωριού στα δύο και μια σειρά από βίαια επεισόδια που οδήγησε αρκετούς κατοίκους στην ξενιτιά….
Τα επόμενα χρόνια κάτοικοι μετανάστευσαν στην Αμερική και ασχολήθηκαν με το εμπόριο φρούτων, γλυκών και παγωτών. Σήμερα στο χωριό μένουν μόλις 50 κάτοικοι. Τους θερινούς μήνες ο πληθυσμός πολλαπλασιάζεται από τους επισκέπτες που αγαπούν τη φύση και τις εξορμήσεις στον Πάρνωνα.