Ένα μεγάλο ποσοστό των νέων στην Ελλάδα είναι εκτός της αγοράς εργασίας, με το ποσοστό αυτό να είναι σημαντικά μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ειδικότερα, ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για το ποσοστό των νέων που ούτε εργάζονται ούτε συμμετέχουν σε κάποιο πρόγραμμα κατάρτισης ή εκπαίδευσης. Τα ποσοστά αυτά είναι ακόμη πιο δυσμενή για τον γυναικείο πληθυσμό. Και όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που η αγορά εργασίας αναζητά εξειδικευμένο προσωπικό. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι χωρίς ένα καλά εκπαιδευμένο και καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, καμία χώρα δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο όσον αφορά την απασχόληση και την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού της, με τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας να δημιουργούν τόσο προκλήσεις όσο και ευκαιρίες για βελτίωση. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από την έρευνα της Adecco Ελλάδας, η οποία αποκαλύπτει σημαντικά στοιχεία για το σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου δυναμικού στην Ελλάδα, καθώς και προτάσεις για την προσέλκυση ταλέντων και την ενίσχυση της βιώσιμης ανάπτυξης της αγοράς εργασίας. Η μελέτη αναδεικνύει επίσης τις παγκόσμιες τάσεις και υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα για να προσελκύσει και να διατηρήσει το καλύτερο δυνατό ανθρώπινο δυναμικό, ενώ ταυτόχρονα να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της στην παγκόσμια αγορά.
Ο Κωνσταντίνος Μυλωνάς, αντιπρόεδρος της Adecco και Διευθύνων Σύμβουλος για την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, τόνισε την ανάγκη προσαρμογής του ανθρώπινου δυναμικού στις νέες απαιτήσεις της αγοράς, υπογραμμίζοντας ότι χωρίς εξειδικευμένο και καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, καμία χώρα δεν μπορεί να παραμείνει ανταγωνιστική. Ο κ. Μυλωνάς επεσήμανε ότι η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του ψηφιακού μετασχηματισμού και να επενδύσει στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση των εργαζομένων, προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας. Παράλληλα, υπογράμμισε τη σημασία της αξιοποίησης των νέων γενιών, και ιδιαίτερα της Gen Z, που εισέρχονται στην αγορά εργασίας με διαφορετικές αξίες και προσδοκίες σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Adecco, η συμμετοχή των νέων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ειδικότερα, μόνο το 44,8% των νέων ηλικίας 15-29 ετών συμμετέχει στην αγορά εργασίας, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 56%. Στις γυναίκες, το ποσοστό αυτό πέφτει στο 41,8% έναντι 52,6% στην ΕΕ. Επιπλέον, περίπου το 16% των νέων ανήκουν στην κατηγορία των NEETs (Not in Employment, Education or Training), δηλαδή είναι εκτός εργασίας, εκπαίδευσης ή κατάρτισης, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (11,2%). Αυτά τα ποσοστά αναδεικνύουν τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική αγορά εργασίας και ενισχύουν την ανάγκη για πολιτικές που θα προωθήσουν την ενεργό συμμετοχή των νέων, ιδιαίτερα των γυναικών, στην αγορά εργασίας.
Άνρθωποι σε πλατεία
Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες των τελευταίων ετών, η Ελλάδα διαθέτει υψηλό ποσοστό καταρτισμένων εργαζομένων. Ωστόσο, τα ποσοστά των απασχολούμενων σε επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης παραμένουν σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των απασχολούμενων σε επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης στην Ελλάδα είναι 31,2%, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 42,1%. Παράλληλα, το ποσοστό των νέων ηλικίας 25-34 ετών με υψηλή εξειδίκευση είναι το υψηλότερο στην ΕΕ (44,5%), κάτι που δείχνει ότι η Ελλάδα διαθέτει αρκετά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, το οποίο όμως δεν αξιοποιείται πλήρως στην αγορά εργασίας.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης τη φυγή καταρτισμένων και εξειδικευμένων νέων στο εξωτερικό, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για μέτρα που θα ενισχύσουν την εγχώρια αγορά εργασίας. Η χώρα πρέπει να αξιοποιήσει τις νέες γενιές και να τις εντάξει σε αναπτυσσόμενους τομείς, ενώ παράλληλα να ενισχύσει την παραγωγικότητα μέσω της σύγχρονης εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Ο κ. Μυλωνάς ανέφερε ότι για να παραμείνει η Ελλάδα ανταγωνιστική σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης, είναι σημαντικό να γίνουν βήματα για την αύξηση των μισθών και την ενίσχυση της παραγωγικότητας, χωρίς όμως να παραμεληθεί η ανάγκη για συνεχιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να αναγνωρίσει την αξία της φήμης του εργοδότη και να δώσει έμφαση στην ενίσχυση της εργασιακής κουλτούρας μέσω των αξιολογήσεων και των κριτικών που προέρχονται από τους ίδιους τους εργαζομένους.
Όπως δείχνει η έρευνα, πρέπει να ενισχυθεί η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και να καταπολεμηθεί η ηλικιακή διάκριση (ageism), η οποία αποκλείει από την αγορά εργασίας τους άνω των 50 ετών, παρά το γεγονός ότι στο εξωτερικό παρατηρείται τάση για την επανένταξή τους σε δυναμικούς ρόλους, αξιοποιώντας την εμπειρία και την τεχνογνωσία τους.
Η σύγχρονη αγορά εργασίας απαιτεί από τους εργοδότες να εστιάζουν περισσότερο στις δεξιότητες των εργαζομένων (skill-based) παρά στους επαγγελματικούς τίτλους (job-based). Οι εργοδότες οφείλουν να προσαρμόζουν τις στρατηγικές τους για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων των εργαζομένων, εξαλείφοντας τις ελλείψεις που προκύπτουν λόγω της ταχύτατης εξέλιξης της τεχνολογίας.
Η έρευνα του Ομίλου Adecco Global Workforce of the Future 2024 αναδεικνύει επίσης την ανάγκη για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση του υπάρχοντος προσωπικού πριν στραφούν οι εταιρείες σε εξωτερικούς υποψήφιους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 76% των εργαζομένων πιστεύει ότι οι εταιρείες πρέπει να εκπαιδεύουν το υπάρχον προσωπικό τους για νέους ρόλους, και μόνο το 11% των εργαζομένων παγκοσμίως θεωρούν τον εαυτό τους “έτοιμο για το μέλλον” (Future ready), διαθέτοντας τις απαραίτητες δεξιότητες και την ευελιξία να ανταποκριθούν σε ένα αβέβαιο εργασιακό περιβάλλον.
Σε γενικές γραμμές, η Ελλάδα διαθέτει την ευκαιρία να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της, εφόσον ληφθούν στρατηγικές πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και την ενίσχυση της εκπαίδευσης. Τα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει ένα βιώσιμο και αποδοτικό εργατικό δυναμικό, ικανό να ανταγωνιστεί στη διεθνή αγορά, εφόσον διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη της αγοράς εργασίας.