Site icon Γαργαλιάνοι Online – Οι ειδήσεις και τα νέα της Τριφυλιας, της Μεσσηνίας και της Πελοποννήσου στην ώρα τους!

Ανάλυση New York Times: “Είναι ο πληθωρισμός, ηλίθιε” – Γιατί η εργατική τάξη της Αμερικής θέλει την επιστροφή Τραμπ

Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι η νίκη στις αμερικανικές εκλογές θα κριθεί στο νήμα και ότι η Κάμαλα Χάρις δυσκολεύεται να πείσει ότι έχει την πολιτική ικανότητα να φέρει την αλλαγή σε σχέση με τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, η ανάλυση του Άνταμ Σίσελ στους New York Times για το γιατί μια συγκεκριμένη μερίδα ψηφοφόρων επιθυμεί την επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.

“It’s the inflation, stupid!”

Ο Σίσελ, πρώην δημοσιογράφος και νυν επενδυτής και οικονομικός αναλυτής, αρθρογράφος σε πολλά έγκυρα οικονομικά έντυπα αλλά και συγγραφέας επιτυχημένων βιβλίων για την οικονομία, χρησιμοποιεί έναν προκλητικό αλλά απολύτως εύγλωττο τίτλο για την ανάλυσή του: “It’s the inflation, stupid!” (“Είναι ο πληθωρισμός, ηλίθιε!”) ορμόμενος, φυσικά, από τη θρυλική φράση του Αμερικανού επικοινωνιολόγου και πολιτικού αναλυτή Τζέιμς Κάρβιλ στον οποίο αναφέρεται στην ανάλυσή του. Θυμίζουμε ότι ο Κάρβιλ, αναλαμβάνοντας επικεφαλής σύμβουλος του Κλίντον το ’92, του είχε δώσει τρεις άξονες. Ο ένας άξονας πάνω στον οποίο βασίστηκε πριν από τρεις δεκαετίες η νικηφόρα προεκλογική εκστρατεία του Κλίντον συνοψιζόταν στο περίφημο: “It’s the economy, stupid!” (“Είναι η οικονομία, ηλίθιε!”).

Αν όμως, εν έτει 2024, το απόσταγμα της πολιτικής σοφίας του παλαίμαχου Κάρβιλ είναι ότι η Χάρις θα κερδίσει τις εκλογές –κάτι που αναλύθηκε σε τρεις λόγους γιατί πιστεύει ότι θα συμβεί αυτό, όπως έγραψε επίσης στους New York Times– ο Σίσελ έχει μια διαφορετική προσέγγιση και έκανε επιτόπια έρευνα για να καταλήξει σε αυτή.

Δηλώνοντας “αντιτραμπικός”, ο οικονομικός αναλυτής σημειώνει ότι προσωπικά βλέπει τις εκλογές ως έναν απολογισμό για την αμερικανική δημοκρατία. Αλλά, ως ένας άνθρωπος που ασχολείται με την οικονομία, τις διακυμάνσεις της και τον αντίκτυπό τους στις ζωές των ανθρώπων, υπογραμμίζει ότι “για πολλούς υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ είναι απλώς θέμα δολαρίων και σεντ”.

Συναντώντας την εργατική τάξη της Αμερικής

“Στα τέλη του καλοκαιριού, έφυγα από το σπίτι μου στη Νέα Υόρκη και ταξίδεψα για να μιλήσω με δεκάδες ανθρώπους της εργατικής τάξης στο Νότο, τη Δύση και τις μεσοδυτικές πολιτείες. Δεν είχα καμία ατζέντα παρά μόνο να ακούσω τι έλεγαν και να προσπαθήσω να καταλάβω τον κόσμο από τη σκοπιά τους. Πήρα συνεντεύξεις από κομμωτές και συνταξιούχους εργάτες πριονιστηρίων, αρτοποιούς, οδηγούς φορτηγών, υπεύθυνους πλυντηρίων, μάγειρες σε ψητοπωλεία, έμπορους καρτών τζόγου (τύπου “ξυστό”) και ακόμη και έναν πρώην επαγγελματία αναβάτη ροντέο” γράφει.

Και συνεχίζει εξηγώντας ότι ο πιο συνηθισμένος όρος που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για να περιγράψουν την οικονομία ήταν ότι είναι “φρικτή”. Και η δεύτερη σε συχνότητα περιγραφή ήταν ότι είναι “χάλια”.

“Μίλησα με άνδρες και γυναίκες, λευκούς, μαύρους, Λατίνους, Ασιάτες και ιθαγενείς της Αμερικής. Έμοιαζαν διαφορετικοί, αλλά ακούγονταν όλοι το ίδιο. Όλοι έλεγαν ότι θέλουν καλύτερες υλικές συνθήκες για τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους και όλοι ότι παλεύουν να τις αποκτήσουν. Κάποιοι δεν ήθελαν να μιλήσουν για πολιτική. Άλλοι δήλωναν ότι αισθάνονται τόσο αγνοημένοι από τους πολιτικούς που έχουν απεμπλακεί από τη διαδικασία εντελώς. Όλοι όσοι έλεγαν τη γνώμη τους για τις εκλογές, έλεγαν ότι είναι με τον κύριο Τραμπ”.

Χρόνιες καταστάσεις

“Αν το έθνος είναι πολιτικό σώμα, τότε οι εργαζόμενοι είναι οι νευρικές απολήξεις που αισθάνονται πιο έντονα τους οικονομικούς του σπασμούς” μας λέει ο Σίσελ και εξηγεί ότι “ενώ ορισμένες από τις αντιδράσεις τους είναι αποτέλεσμα χρόνιων καταστάσεων δεκαετιών, οι πιο έντονα επώδυνες καταστάσεις για αυτούς έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια”.

Ο χειρότερος πληθωρισμός και η ταχύτερη άνοδος των επιτοκίων από τις αρχές της δεκαετίας του 1980″: για τους εύπορους ανθρώπους, αυτοί είναι απλώς οι τίτλοι των εφημερίδων. Για τους εργαζόμενους, αποτελούν θεμελιώδεις προκλήσεις στην καθημερινή τους ζωή. Οι εργαζόμενοι ανησυχούν πολύ περισσότερο για την ημέρα πληρωμής από ό,τι για το τι συνέβη την 6η Ιανουαρίου 2021 (σ.σ. η εισβολή στο Καπιτώλιο από οργισμένους οπαδούς του Τραμπ, ο οποίος αμφισβητούσε τη νίκη Μπάιντεν στις προηγούμενες εκλογές του 2020).

Ο οικονομικός αναλυτής αποδεχόμενος ότι κάτι τέτοιο είναι κατανοητό και σχεδόν αυτονόητο, θέτει το ερώτημα “γιατί να στραφούν σε έναν δισεκατομμυριούχο που αποδεδειγμένα ψεύδεται και έχει κατηγορηθεί για κατάχρηση εξουσίας για να τους βοηθήσει να λύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα;”

Και το απαντά λέγοντας ότι η εξήγησή τους είναι απλή: “Οι εποχές ήταν καλές όταν ο Τραμπ ήταν πρόεδρος. Τώρα τα αβγά κοστίζουν σχεδόν το τριπλάσιο από ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια, το επιτόκιο ενός δανείου για την αγορά ενός αυτοκινήτου είναι 50% πάνω και ορισμένες εταιρείες μειώνουν τις ώρες λειτουργίας, αλλά μαζί και τους μισθούς. Ο κ. Τραμπ, πιστεύουν, είναι ο υποψήφιος που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα”.

Αναλύοντας αυτή τη στάση των Αμερικανών της εργατικής τάξης αναφέρεται από τον φιλελεύθερο πολιτικό και ιστορικό Αλεξίς ντε Τοκβίλ (1805-1859) έως τον προαναφερθέντα Τζέιμς Κάρβιλ που όπως λέει “έχουν αναδείξει την κεντρική θέση του χρήματος στην αμερικανική ζωή και πολιτική. Μετά από όλη τη ρητορική και όλη την αγωνία, ίσως αυτές οι εκλογές να αποδειχθούν ακόμη μια απόδειξη του ρητού του κ. Κάρβιλ: Όταν σκέφτεσαι πώς να πάρεις ψήφους, “είναι η οικονομία, ανόητε”.

Η βαθιά Αμερική: Ο βιομηχανικός εργάτης, η μαύρη γυναίκα, η κόρη Μεξικανών μεταναστών, ο υπάλληλος ενεχυροδανειστηρίου

Ο Σίσελ παίρνει το παράδειγμα ενός ανύπαντρου άνδρα 45 ετών που ζει με τη μητέρα του, ονόματι Τζορτζ Λέμλεϊ, ο οποίος έχει υποστεί ένα σοβαρό έγκαυμα από τη δουλειά του στον ιμάντα του εργοστασίου όπου εργάζεται. Για να συμπληρώνει το εισόδημά του, ο άνθρωπος αυτός πουλάει πλάσμα αίματος δύο φορές την εβδομάδα. Ο Σίσελ συναντήθηκε μαζί του και λέει ότι για το πλάσμα αίματος, πληρώνεται 140 δολάρια την εβδομάδα. Η πρώτη κουβέντα που του λέει είναι ότι το κάνει επειδή “όλα είναι εξωφρενικά ακριβά”. Ο 45χρονος Αμερικανός βιομηχανικός εργάτης μιλά στον Νεοϋορκέζο οικονομικό αναλυτή και του λέει για τις αυξήσεις στην τιμή του ψωμιού λέγοντας ότι παλιότερα αγόραζε ψωμία για μία εβδομάδα με 99 σεντς ενώ τώρα έχει πάει στα 2 δολάρια. Και για ένα χάμπουργκερ λέει ότι από τα 2,5 δολάρια έχει πάει στα 4. “Μπορεί να πείτε ότι είναι μόνο δύο δολάρια, αλλά είναι δύο δολάρια την εβδομάδα, είναι οκτώ δολάρια το μήνα”.

Ο άνθρωπος αυτός, που στα νιάτα του λέει ότι θαύμαζε τον Μπιλ Κλίντον, το 2020 ψήφισε Τραμπ και σε λίγες μέρες δηλώνει με ενθουσιασμό ότι θα το ξανακάνει. “Δεν συμφωνώ με όλα όσα λέει ο Τραμπ, αλλά δεν με νοιάζει τι λέει”, εξηγεί ο Τζορτζ. “Με ενδιαφέρουν οι πολιτικές του και τι συμβαίνει. Η οικονομία ήταν εξαιρετική επί Τραμπ”.

Στη συνομιλία με μια μαύρη γυναίκα που εργάζεται σε εταιρεία μεταφοράς χρημάτων, συναντά πάλι τα ίδια: “Από πού θέλεις να ξεκινήσω;” του λέει η γυναίκα που ονομάζεται Ντανιέλ Ουίλιαμς. “Το φαγητό, το αέριο, είναι όλα χάλια”. Δηλώνει αναποφάσιστη αλλά σκέφτεται να ψηφίσει Τραμπ επειδή όπως λέει ένιωθε πολύ πιο ασφαλής οικονομικά από το 2016 έως το 2020. “Όταν ο Τραμπ ήταν πρόεδρος”, λέει, “ήταν μερικές από τις καλύτερες στιγμές που είχαμε”.

Μια άλλη γυναίκα, κόρη Μεξικανών μεταναστών που μάζευαν σταφύλια και πορτοκάλια στην Καλιφόρνια, η Λιζ Γκούζμαν που ονειρεύεται να ανοίξει φούρνο, του μιλάει για το στεγαστικό της δάνειο που από 2% επιτόκιο πήγε στο 6,5% και πλέον κάθε μήνα πληρώνουν η ίδια και ο σύζυγός της, 800 δολάρια μόνο για τους τόκους. Αν και οι γονείς της μιλούσαν, λέει θετικά για τον Κλίντον και τη Χίλαρι, η ίδια ήταν “απολιτίκ”. Φέτος, όμως έχει αποφασίσει να ψηφίσει Τραμπ. “Η οικονομία, οι λογαριασμοί, το κόστος των τροφίμων, οι φόροι μας, το κόστος όταν αγοράζετε ένα αυτοκίνητο”, του είπε. “Κάτι πρέπει να αλλάξει”. Και πιο συγκεκριμένα για τον Τραμπ, ο σύζυγος αυτής της γυναίκας, λέει: “Δεν μου αρέσει ο τύπος προσωπικά, αλλά μου αρέσει επαγγελματικά. Σίγουρα έχει ένα οικονομικό μυαλό πάνω του”.

Στο ταξίδι του για να συναντήσει την εργατική Αμερική που ετοιμάζεται να ψηφίσει Τραμπ, ο Σίσελ πήγε και σε ένα από τα πολλά ενεχυροδανειστήρια των ΗΠΑ. Συναντά μια γυναίκα, που για να πάρει 200 δολάρια μετρητά στο χέρι, έδωσε ένα βραχιόλι. Αλλά για να μη χάσει το κόσμημά της, πληρώνει 44 δολάρια το μήνα σε τόκους, έξοδα διαχείρισης και αποθήκευσης. Πρόκειται για μηνιαίο επιτόκιο 22% και ετήσιο 264%. Και για όποιον πιστεύει ότι ενεχυροδανειστήρια πάνε καλά, η έρευνα του οικονομολόγου το διαψεύδει: Πλέον είναι περισσότεροι όσοι έχουν πράγματα για να πουλήσουν και πολύ λιγότεροι για να τα αγοράσουν. Ο υπάλληλος του ενεχυροδανειστηρίου φορά καπελάκι της εκστρατείας Τραμπ και από τη ζώνη του κρέμεται ένα πιστόλι, όπως περιγράφει ο Σίσελ για να μη μείνει κανείς με την απορία τι θα ψηφίσει.

Ολοκληρώνοντας το οδοπορικό του, που τον οδήγησε σε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για την ανάλυσή του, γράφει στους New York Times: “Μερικά από αυτά που είδα μπορούν να εξηγηθούν από τις οικονομικές αλλαγές που συνέβησαν τις τελευταίες δεκαετίες. Η αμερικάνικη πίτα έχει μεγαλώσει, αλλά συνήθως κόβεται με υπερβολικά δυσανάλογους τρόπους. Τα τελευταία 45 χρόνια, η εργατική τάξη έχει δεχθεί απανωτά χτυπήματα καθώς η χώρα μετακινήθηκε από μια βιομηχανική οικονομία σε μια μεταβιομηχανική οικονομία. Επιπλέον αυτών, έρχονται οι τεράστιες αυξήσεις τιμών που πολλοί ψηφοφόροι δεν έχουν βιώσει ποτέ ξανά στη ζωή τους”.

Κλείνοντας λέει το πιο σημαντικό για την επιλογή χιλιάδων Αμερικανών να ψηφίσουν “έναν έναν σκοτεινό και συχνά παράλογο υποψήφιο”. Θα το κάνουν “όχι μόνο επειδή τους υπόσχεται ότι θα αποκατάστησει τα εισοδήματά τους, αλλά και την περηφάνια τους”.

 

thetoc.gr

Exit mobile version