Θα το περιέγραφε κανείς ως χωριό-φάντασμα. Ενα καταφύγιο στη μέση τού πουθενά. Κοιτάζοντας από τη θάλασσα, δεν θα το έβλεπες με τίποτα. Είναι κρυμμένο μέσα στην άγρια φύση, στην απόληξη από τις πλαγιές του Πάρνωνα, κοντά στο Μυρτώο Πέλαγος. Μια μικρή πινακίδα στην αρχή ενός χωματόδρομου στην καινούργια ασφάλτινη διαδρομή Κυπαρίσσι – Φωκιανό οδηγεί σε αυτόν τον σχεδόν μυστηριώδη τόπο και σε μια ιστορία ξεχασμένη.
Μου έλεγαν ότι τα Κάψαλα, στη Λακωνία, ονομάστηκαν έτσι διότι εκεί κατέφυγαν οι απόγονοι των Μαυρομιχαλαίων μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Ηταν «καψαλιασμένοι» από την ντροπή και έψαχναν ένα μέρος να ξαναρχίσουν τη ζωή τους, μακριά από τον τόπο τους. Το βέβαιο είναι ότι ένας κλάδος της γνωστής οικογένειας αποσπάστηκε και κρύφτηκε σε αυτό το δύσβατο σημείο.
Μόνη ζωντανή ψυχή στα Κάψαλα, αυτό το αλογάκι.
Ο εκπαιδευτικός Γιώργος Μαυρομιχάλης, που έχει ερευνήσει και συγκεντρώσει στοιχεία σε μια ειδική έκδοση του 2006 («Οι Μαυρομιχαλαίοι με τα μάτια ενός απογόνου», εκδόσεις Απόστροφος), υπογραμμίζει ότι οι πρόγονοί του άφησαν την πατρώα γη για να αποφύγουν το αιματηρό κόστος μιας βεντέτας, για έναν άλλο Μανιάτη, που φόνευσε ο Γκίκας Μαυρομιχάλης. Επρόκειτο για κάποιον συντοπίτη του τελευταίου, ο οποίος πήγε να ληστέψει έναν ξένο, τον οποίον ο Γκίκας είχε υπό την προστασία του, παραβαίνοντας το μανιάτικο έθιμο να μην πειράζεις ποτέ φιλοξενούμενο. Ο συγγραφέας του βιβλίου τοποθετεί μάλιστα την εγκατάσταση στα Κάψαλα πριν από τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας.
Το χωριό βρίσκεται στην απόληξη του Πάρνωνα, στο Μυρτώο Πέλαγος.
Οταν το επισκέφθηκα, το χωριό δεν έδειχνε να έχει κανέναν μόνιμο κάτοικο. Ομως, η παρουσία ενός αλόγου και ενός σκύλου, που είδα στην πεζοπορία μου, επιβεβαιώνουν τις φήμες πως μάλλον κάποιος βοσκός πρέπει να υπάρχει ακόμη στην περιοχή. Στο παρελθόν τυροκομούσε κιόλας, με τις παραδοσιακές μεθόδους. Ωστόσο, και αυτός ήταν άφαντος. Το μόνο που υπήρχε ήταν τεράστιες ελιές, τόσο παλιές που ο κορμός τους ήταν έργο τέχνης.
Ελιές εκατοντάδων ετών με κορμούς-έργα τέχνης
Το τοπίο τριγύρω είναι εντυπωσιακό. Κάποια από τα λιγοστά σπίτια που έστεκαν όρθια είχαν δεχθεί, σχετικά πρόσφατα, εργασίες επιδιόρθωσης. Ηταν όλα πέτρινα, με μικρούς χώρους. Οι τελευταίοι θα πρέπει να έφυγαν το 1960, όταν πλέον οι ανέσεις είχαν κάνει την εμφάνισή τους στις κωμοπόλεις. Χωρίς ηλεκτρικό και νερό, η ζωή στα Κάψαλα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Οι άνθρωποι, μέλη της ίδιας διευρυμένης οικογένειας, πάλευαν να τα φέρουν βόλτα. Στο υποτυπώδες νεκροταφείο που είδα πριν φύγω, πάντως, όλοι οι ενταφιασμένοι φέρουν το ίδιο επίθετο…
Από την Εφημερίδα «Καθημερινή» (Μαργαρίτα Πουρνάρα)